Quantcast
Channel: ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ περιοδικό / εκδόσεις / εκδηλώσεις
Viewing all 1615 articles
Browse latest View live

Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Πλούτος και ανισότητα. Μας ωφελεί όλους ο πλούτος των ολίγων;

$
0
0
Μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος
  
Επιμέλεια-διόρθωση: 
Αλέξανδρος Μανωλάκης

 
Ημερομηνία έκδοσης:
 Iούνιος 2014


Αριθμός σελίδων: 112


ISBN: 978-618-5077-02-0 


Τιμή: 11,00€


Το βιβλίο

Σύμφωνα με μια κοινή αντίληψη, ο καλύτερος τρόπος να βοηθήσουμε τους φτωχούς και να τους απαλλάξουμε από τη δυστυχία τους είναι να επιτρέψουμε στους πλουσίους να γίνουν πλουσιότεροι: αν οι πλούσιοι πληρώνουν λιγότερους φόρους, τότε εμείς οι υπόλοιποι θα βρεθούμε σε καλύτερη κατάσταση. Συνεπώς, ο πλούτος των ολίγων μάς ωφελεί όλους. Αυτές οι κοινές αντιλήψεις έρχονται ωστόσο σε αντίθεση με την καθημερινή μας εμπειρία, με μια πληθώρα ευρημάτων βασισμένων σε μελέτες και φυσικά με τη λογική. Αυτό το παράδοξο χάσμα ανάμεσα στα αδιάσειστα τεκμήρια και τις κοινές αντιλήψεις μάς κάνει να σταθούμε και να αναρωτηθούμε: γιατί αυτές οι αντιλήψεις είναι τόσο διαδεδομένες και γιατί αντιστέκονται στα συσσωρευμένα και διαρκώς αυξανόμενα τεκμήρια που αποδεικνύουν το αντίθετο; Αυτό το μικρό βιβλίο αποπειράται να δώσει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ο Bauman καταγράφει και αναλύει τις υπόρρητες υποθέσεις και τις αστόχαστες πεποιθήσεις στις οποίες βασίζονται οι παραπάνω αντιλήψεις και βρίσκει πως, μία προς μία, είναι ψευδείς, απατηλές και παραπλανητικές. Αυτές οι αντιλήψεις δύσκολα θα διατηρούνταν στο προσκήνιο αν δεν υπεράσπιζαν –ουσιαστικά, αν δεν προωθούσαν και δεν ενίσχυαν– την παρούσα, άνευ προηγουμένου, αδικαιολόγητη και ολοένα επιταχυνόμενη αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, καθώς επίσης το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην ελίτ των πλουσίων και την υπόλοιπη κοινωνία.



Ο συγγραφέας

Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό και πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Ο Μπάουμαν ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες και το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 διετέλεσε καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λιντς. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας. Η σκέψη του Μπάουμαν έχει δεχτεί επιρροές από σημαντικούς διανοούμενους του 19ου αιώνα, όπως τον Καρλ Μαρξ και τον Μαξ Βέμπερ, αλλά και του 20ού αιώνα, όπως τον Τεοντόρ Αντόρνο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Εμανουέλ Λεβινάς. Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους». Έχει τιμηθεί με τα βραβεία European Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) και Adorno (1998).

Η εισαγωγή του βιβλίου




Δείτε στο βίντεο μια συνέντευξη του συγγραφέα.







Μάνος Χατζιδάκις: «Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι»

$
0
0

«Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων», έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις.



Ο Νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. 

Είναι η μεγεθυσμένη έκφραση – εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. 

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία. Και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες, μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.
«Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς 
προφύλαξη, χωρίς ντροπή. 
Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, 
σκέψη και αναρχία. 
Είναι μια παράσταση. 
Εσείς κι εμείς. 
Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».

Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». 

Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων», σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου, που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες. 


Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μια ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ” αυτό τον πόλεμο η δημοκρατία πολέμησε τον φασισμό και τον ενίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη, και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε τον Ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη με μας τους ίδιους και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλαγμένοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα, υποταγμένη ολοκληρωτικά σ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη, που επιθυμούσε να μας υποτάξει. 

Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανοήτους, σε άλλους ανοήτους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά, όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», άξια για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού την στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους. (Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και στο διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας, εφ’ όσον κι όταν τον θυμηθούμε, μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης). 

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω. 

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Είναι οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Είναι εκείνοι που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις, σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι από το αστυνομικό τμήμα, άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμμιά ανησυχία, ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνόμους. Φυσικά ούτε και για τους περιοίκους). 


Ο εθνικισμός είναι και αυτός Νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά την θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικό τους ή των άλλων. 

Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματά. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος, κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία. 

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δύο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα, που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους, ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερος ο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού κι ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε. 

«Το θέμα με καίει. Και πριν 
πολλά χρόνια επιχείρησα να 
το αποσαφηνίσω μέσα μου. 
Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα 
με την ευαισθησία μου 
τις εξελίξεις και την 
επανεμφάνιση του τέρατος.»

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία των ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία με τεράστια και αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέροντα. 

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός, η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε τον χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από την συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας. Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτού του κατάπτυστου περιεχομένου μας. Και τότε θα ’ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. 

Ο Νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά σας. Δεχόμαστε να ’μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια, αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του Φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια. Και το Κακό ελλοχεύει, χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο Νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστής είναι ο Θάνατος. 

(Το κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι για τον νεοναζισμό και τον εθνικισμό που έγραψε τον Φεβρουάριο του 1993 δημοσιεύθηκε στο πρόγραμμα της αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων με έργα των Φραντς Λιστ, Κουρτ Βάιλ και Μπέλα Μπάρτοκ, και παράλληλα στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία). 

Διαβάστε ακόμα: «My Big Fat Greek Fascism»



Που είσαι, Πύρρο; Δέρνουν τις καθαρίστριες

$
0
0


του Απόστολου Λυκεσά

πηγή: http//: www.alterthess.gr

Πριν λίγα χρόνια, ο φίλος Βαγγέλης Μίχος, είχε επιμείνει και μεσολαβήσει για να συναντήσω στο σπίτι της την Ασπασία Καρρά. Στάθηκα απέναντι σ’ αυτή την γυναίκα με ένα αίσθημα ντροπής για το μεγέθος της κτηνωδίας που  είχε υποστεί στο κορμί της στα χρόνια της δικτατορίας παρόλο που τότε ήμουν πολύ μικρός για να με κατηγορήσω έστω για αδιαφορία.

Ντρεπόμουν σαν να εκπροσωπούσα ένα μεταλλαγμένο είδος θηλαστικού τέρατος που απόκτησε αίφνης μέρος της συνείδησής του. Μου είναι αδύνατο, ακόμη, να φανταστώ έστω, ότι η γυναίκα που μου μιλούσε ή μου χαμογελούσε, που ξεχείλιζε ευγένεια και καλλιέργεια, είχε υποστεί ανείπωτα βασανιστήρια από άλλους εκπροσώπους του ανθρώπινου είδους.

Οι ξεφτιλισμένοι μουστακαλήδες της τότε ΚΥΠ, την είχαν γυμνώσει πάνω σε μια σανίδα, της έκαναν ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα «για να μην αποκτήσει κουμμουνιστάκια» αλλά και στο ανάπηρο πόδι της, και την έδερναν συνεχώς για μέρες και νύχτες στα υπόγεια του Γ Σώματος Στρατού.

Άλλο να μιλάς θεωρητικά για βασανιστήρια, άλλο να ακούς ιστορίες από τρίτους, άλλο να διαβάζεις βιβλία. Αν έχεις απέναντι το κακοπαθημένο σώμα ότι κι αν έχεις σκεφτεί πάει στην άκρη. Είχα πει μέσα μου, πιότερο παρηγορητικά, ότι στη χώρα τούτη κάτι θα είχε απομείνει ως νόημα από τα βάσανα της Ασπασίας, που θα έκανε ανθρωπινότερους όσους κατέχουν οποιαδήποτε εξουσία πάνω  στις ζωές και τα σώματα άλλων ανθρώπων.

Διαψεύστηκα. Το χέρι του Καραμήτσου και των άλλων που βασάνισαν την Ασπασία βγαίνει κάθε μέρα, εννέα μήνες τώρα, πίσω από τις ασπίδες των ΜΑΤ και δέρνει χωρίς κανένα ηθικό φραγμό τις καθαρίστριες έξω από το υπουργείο οικονομικών. Βγαίνει το χέρι του Καραμήτσου και χτυπά με κάθε τρόπο και με τέτοια λύσσα που η φαντασία καταργείται. Αδύνατο να το φανταστείς διότι το βλέπεις.



Είναι το ίδιο χέρι του Καραμήτσου που χτυπάει, όχι πια στο υπόγειο, παρά στο φως της μέρας. Ξεδιάντροπα, μπαμπέσικα, με ασυγκράτητη κτηνωδία ενώπιον κοινού, πρωθυπουργού, υπουργών, βουλευτών, γραμματέων, δικαστών και εισαγγελέων. Κανένας, στοιχειωδώς υγιής πνευματικά άνθρωπος, δεν τολμά φυσικά να φανταστεί τι θα έκανε αυτό το χέρι αν του παραχωρούσαν πάλι κανένα υπόγειο για να συνετίζει τους απείθαρχους.

Το χέρι και η άφραγη συνείδηση του Καραμήτσου είναι εδώ. Δέρνει με κάθε τρόπο.

Όσες και όσοι δεν γεύονται το χέρι του Καραμήτσου στο δρόμο απολαμβάνουν το χάιδεμα της λογικής στη φαιά τους ουσία ενόσω τρώνε ποπ κορν στον καναπέ. Η Ιωάννα Μάνδρου ανέλαβε χθες τις απαραίτητες εξηγήσεις: «Γιατί να πληρώνει το δημόσιο ένα σκασμό λεφτά ώστε να έχει μόνιμο υπάλληλο την καθαρίστρια;». Αυτό είπε. Εννοώντας άραγε ότι αυτή πληρώνει λίγα την δική της καθαρίστρια και την αντικαθιστά από βδομάδα σε βδομάδα; Ή ότι η δική της καθαρίστρια δεν διαμρτύρεται κάθε μέρα κάτω από το σπίτι ή το γραφείο της;

Όσο για το «έναν σκασμό λεφτά» δεν έχει πληροφορηθεί μάλλον η κα Μάνδρου ότι δεκαπέντε έλληνες κέρδισαν 3.5 δις τα τελευταία δύο χρόνια. Ότι αυτοί που είχαν χαρτοφυλάκια ύψους 1.78 δις τώρα απολαμβάνουν 5.26 δις. Αυτά είναι πράγματι ένας σκασμός λεφτά. Οπότε, σκάνε μεν, αλλά μόνο από υγεία οι: Κουτσολιούτσος, Κανελόπουλος, Καρέλιας, Βακάκης, Βασιλάκης, Περιστέρης, Κόκκαλης, Περιστέρης, Σαράντης, Γεράρδος, Λασκαρίδης, Λάτσης Βαρδινογιάννης, Μπόμπολας, Μυτιληναίος. Είναι ένας σκασμός λεφτά τα 2,3 δις που κέρδισε η Ντόυτσε Τέλεκομ σε μια πτωχευμένη χώρα. Η φράση, λοιπόν, ανακαλεί μόνο τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη «σκασμός λοιπόν, μιλάει ο υπουργός».

Ωστόσο αυτή είναι μια συζήτηση σε ιστορική εξέλιξη. Το ανθρώπινο κτήνος βγήκε στους δρόμους, δέρνει γυναίκες και μας βγάζει τη γλώσσα. Προέχει κάποιος να σταματήσει το χέρι του Καραμήτσου που δέρνει τις καθαρίστριες. Ένας καρατέκα του σελιλόιντ, ένας μποξέρ βαρέων σαρώθρων, ένας αρσιβαρίστρας των αμαρτιών του κόσμου, μήπως;

Γιώργος Αδαμίδης: «Η ΑΡΑΧΝΗ / ΠΡΟΣΩΠΟ» (ποίημα)

$
0
0

     Στον Σ.,

     που τίποτε δεν κατάλαβε



Τις νύχτεςγίνομαι αράχνη και υφαίνω τον ιστό της ζωής μου. Λεύκα της Ακροναυπλίας γίνομαι, αγριελιά στο πατρογονικό αμπέλι της Ξάνθης.

Ένα κεραυνοβολημένο πεύκο στη Γαλάτιστα, μια σπασμένη βάρκα στην παραλία Πλαταμώνος, θεατής των συνευρέσεών σας γίνομαι, θύμα και αυτόπτης μάρτυς της σκληρότητας και της απανθρωπίας σας.


Ντύνομαι οδοκαθαριστής και μαζεύω τα σημάδια της νυχτερινής σας ευωχίας, αφουγκράζομαι ομιλήματα και εκλιπαρώ χειρονομίες... Κοντοστέκομαι στα φανάρια και χαζεύω τις βιτρίνες, ενώ βήματα με προσπερνούν και σβήνουν στο σκοτάδι.


Τα βράδυαονομάζομαι Παύλος, σε μικρούς δρόμους με κλειστά μαγαζιά και ρολά κατεβασμένα βυθίζομαι, ένα με την ξεβαμμένη ώχρα στους τοίχους και με τα απεγνωσμένα μηνύματα «Σούλα σ’ αγαπώ».


Το πρωί βέβαια ξαναβρίσκω το κοινωνικό μου πρόσωπο και το βαφτιστικό όνομά μου, διαλέγω το κουστούμι της ημέρας, ένας Πέτρος γίνομαι, ντύνομαι αξιοπρεπής και αδιαπέραστος ―έτσι νομίζουν― πλην παραμένω ανυπεράσπιστος και εκτεθειμένος στα μάτια των περαστικών και στων πλανόδιων πωλητών τις φωνές.


Μόλιςπέσει η νύχτα, αράχνη πάλι είμαι και συνεχίζω τον σπασμένο ιστό της ζωής μου.


[πρώτη δημοσίευση: Εντευκτήριο, 9, 1989]

Ευχαριστίες στον Τέλλο Φίλη, που υπέδειξε την εικονογράφηση.

Οι αθέατες πτυχές της κρίσης

$
0
0


του Γιώργου Παγουλάτου

πηγή: http://www.kathimerini.gr


Κάποιες από τις δραματικότερες πτυχές της κρίσης του 2010-14 παρέμειναν αθέατες. Εκατοντάδες χρηματαποστολές ανεφοδίαζαν αδιάκοπα τις τράπεζες, για να μη μείνει κανένα ΑΤΜ χωρίς ευρώ και στο τελευταίο ελληνικό χωριό. Μυστικές πτήσεις μετέφεραν δισεκατομμύρια του Ευρωσυστήματος για να προληφθεί ο πανικός των καταθετών στις οξύτερες φάσεις, όπως την άνοιξη του 2010, τον Νοέμβριο του 2011 ή τον Μάιο-Ιούνιο του 2012. Ολα περιγράφονται στο Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης, που εκδόθηκε την περασμένη εβδομάδα από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Υπάρχει έλλειμμα πληροφόρησης για το πόσο κοντά βρεθήκαμε στην απόλυτη καταστροφή μιας άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ. Χειρότερο είναι το έλλειμμα της αυτογνωσίας. Η αντιπολίτευση αρέσκεται να αναμασά τη δοξασία ότι «το Μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το Μνημόνιο». Ο δεξιός λαϊκισμός που καλλιεργήθηκε το 2010-11, και ο αριστερός λαϊκισμός που καλπάζει αχαλίνωτος, έχουν κάθε συμφέρον να εκτρέφουν λαϊκές ψευδαισθήσεις που ενοχοποιούν τους κομματικούς αντιπάλους. Λες και 36 δισ. δημοσιονομικό έλλειμμα δημιουργήθηκαν σε μια νύχτα. Λες και η ευρωπαϊκή αξιοπιστία της χώρας δεν είχε πληγεί ανεπανόρθωτα από προγενέστερες αστοχίες και πολιτικαντισμούς.


Η προϊστορία ωστόσο δεν απαλύνει την κοινωνική και οικονομική σφοδρότητα της κρίσης. Η τρόικα υποτίμησε την υφεσιακή επίπτωση του συνολικού μείγματος. Η τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή (μέτρα ύψους 30% ΑΕΠ), με εκτεταμένες περικοπές μισθών και εισοδημάτων, σε μια συγκυρία ήδη υφεσιακή, με πιστωτική ασφυξία, με αναιμική ζήτηση στην Ευρωζώνη, χωρίς ευρωπαϊκά αντισταθμιστικά εργαλεία (πλην ΕΣΠΑ), σε μια οικονομία με σαθρές βάσεις, και με την απειλή του Grexit επί 2,5 χρόνια να παραλύει κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία: σαρωτικός ο συνδυασμός. Το μεγαλύτερο δράμα δεν είναι τόσο οι εισοδηματικές απώλειες (που μπορεί να αναπληρωθούν) όσο οι 950.000 μακροχρόνια άνεργοι. Πολλοί δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιστρέψουν σε κανονικό εργασιακό βίο. Είναι μια τραγωδία ανθρώπινου κεφαλαίου και παραγωγικού δυναμικού για τη χώρα.

Ξέρουμε ότι αυτά ήταν το βαρύ κόστος για να αποτραπούν τα ακόμα χειρότερα, σε μια Ευρωζώνη ανέτοιμη και μυωπική. Και ξέρουμε πια (χάρη στη σοβαρή δημοσιογραφία) πόσο πραγματική και διαρκής ήταν η απειλή μιας καταστροφικής εξόδου από το ευρώ –όχι απαραίτητα με ρητή απόφαση αποπομπής αλλά ως τελικό αναπότρεπτο στάδιο μιας διαδικασίας διολίσθησης. Οι εταίροι, που εξέπεμπαν αντιφατικές δηλώσεις, πέρασαν σε αποφασιστική στήριξη της Ελλάδας στο ευρώ, το φθινόπωρο 2012, για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας αποφασισμένη να υλοποιήσει τα συμφωνημένα. Δεύτερον, οι εξωτερικές πιέσεις στη γερμανική κυβέρνηση (εκκλήσεις των ΗΠΑ, το ταξίδι στην Κίνα) έγειραν οριστικά την πλάστιγγα υπέρ της άποψης που υποστήριζε την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Τρίτον, από τα μέσα του 2012 ήταν πλέον απτά τα δείγματα της τεράστιας προσαρμογής (δημοσιονομικά, ανταγωνιστικότητα και μεταρρυθμίσεις) που είχε συντελεστεί το 2010-12, αποδυναμώνοντας το επιχείρημα ότι «οι Ελληνες δεν διορθώνονται». Ο συνδυασμός των παραπάνω κατανίκησε τους σχεδιασμούς του Grexit. Αλλά οι σχεδιασμοί θα είναι έτοιμοι να επιστρέψουν εάν η χώρα αρχίσει ξανά να εκπέμπει μηνύματα ασυνέπειας, ασυνέχειας και αστάθειας.

Και σήμερα; Με την εμφάνιση επιτέλους των πρώτων ενδείξεων ανάκαμψης, υπάρχει ο κίνδυνος να μπερδέψουμε την αναπτυξιακή στροφή με τον λαϊκισμό, και τις προοδευτικές διεκδικήσεις με τις υπερφίαλες αξιώσεις. Δεν είναι φιλολαϊκή στροφή αλλά θεσμική οπισθοδρόμηση η έξωση ενός ανεξάρτητου Γ.Γ. Δημοσίων Εσόδων. Δεν είναι κοινωνική στροφή αλλά ποιοτική υποχώρηση η επιστράτευση θαμώνων του trash TV για να διαχειριστούν κυβερνητικές υποθέσεις. Δεν είναι αναπτυξιακή στροφή η απειλή υπαναχώρησης από συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, γιατί μόνο η τήρηση των συμφωνιών θα μας επιτρέψει να διεκδικήσουμε μια πραγματική αναπτυξιακή στροφή στην Ευρώπη.

Η παρεξήγηση είναι παλιά. Κάποιοι στην αριστερά του ΠΑΣΟΚ το 2010 αξίωναν εθνική κεϋνσιανή αναθέρμανση όταν η χώρα είχε ήδη 24 δισ. πρωτογενές έλλειμμα και δεν υπήρχε κανείς να μας δανείσει. Η Ευρωζώνη χρειάζεται επειγόντως μια κεϋνσιανή τόνωση, και μια συντονισμένη έξοδο από τον παραλογισμό της ταυτόχρονης πανευρωπαϊκής λιτότητας. Ομως αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με δημοσιονομικά και νομισματικά μέσα. Η πολιτική της μονομερούς προσαρμογής στον Νότο μετράει εκατομμύρια θύματα της ανεργίας. Αλλά η διέξοδος είναι ευρωπαϊκός συντονισμός των δυνάμεων του προοδευτικού ευρωπαϊσμού και του Νότου – όχι μονομερείς εθνικές κινήσεις.

Κι άλλες παρεξηγήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε το δικαίωμα, επειδή πρώτευσε στις ευρωεκλογές, να αξιώνει να ορίσει διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή να μετατρέψει την τετραετή κυβερνητική θητεία σε διετή. Αντίθετα, θα υπηρετούσε τη χώρα εάν απαιτούσε από την κυβέρνηση να βγάλει από το συρτάρι τις λεπτομέρειες του αναπτυξιακού της σχεδίου, συνεισφέροντας με τις δικές του προτάσεις στη διαμόρφωση, περιφέρεια προς περιφέρεια, ενός εθνικού διακομματικού σχεδίου εξωστρεφούς ανάπτυξης. Ή εάν έμπαινε στην εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης για το χρέος. Διότι η διαρκής απειλή της αντιπολίτευσης ότι δεν θα εφαρμόσει τις συμφωνίες, αυστηροποιεί τους όρους και σκληραίνει τη στάση των εταίρων. Το έλλειμμα αξιοπιστίας, η απουσία εμπιστοσύνης, ήταν πάντα ο αθέατος συντελεστής στη φοβερή κρίση.

* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.

Ένα κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι και η εκστρατεία του ενάντια στον αυριανισμό

$
0
0


του Νίκου Σαραντάκου

πηγή: http://sarantakos.wordpress.com



Συμπληρώθηκαν χτες είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι στις 15 Ιουνίου 1994 και με την ευκαιρία αυτή έγιναν και στο Διαδίκτυο αφιερώματα και γράφτηκαν επετειακά άρθρα. Είχα κι εγώ κατά νου να βάλω κάτι, επειδή όμως έλειπα σε ταξίδι το Σάββατο δεν προλάβαινα να το ανεβάσω χτες, οπότε το μεταφέρω σήμερα. Με την ευκαιρία, κάνω και μια αναδρομή στο φαινόμενο του αυριανισμού, που με τόσο πάθος το πολέμησε ο Μάνος Χατζιδάκις. Σήμερα βέβαια η Αυριανή έχει περιπέσει σε γενική ανυποληψία και κυκλοφοριακό ναδίρ, αλλά ο αυριανισμός δεν εξασθένισε μαζί της, κάθε άλλο φοβάμαι -έτσι κι αλλιώς, τα ιδιωτικά κανάλια είναι σήμερα το κύριο όχημά του, όχι εφημερίδες. Τότε πάντως η Αυριανή είχε μια από τις πρώτες κυκλοφορίες στη χώρα. Ένα από τα εμπορικά ατού της ήταν η τιμή της -το 1988 οι άλλες εφημερίδες έκαναν 50 δρχ. το φύλλο και λίγο αργότερα αυξήθηκαν στις 70, ενώ η Αυριανή είχε τιμή 20 δρχ. Μάλιστα, ο Κουρής είχε εκδώσει και πρωινή εφημερίδα, όπως και αθλητική, τον Φίλαθλο.
Το κείμενο που θα δημοσιεύσω υπάρχει μεν στο Διαδίκτυο αλλά είναι μάλλον κρυμμένο στα σχόλια ενός τραγουδιού του Χατζιδάκι, οπότε δεν είναι περιττό που το ξαναδημοσιεύω εδώ. Πρόκειται για επιστολή που έστειλε ο Μάνος Χατζιδάκις στις εφημερίδες “Αυγή” και “Καθημερινή” στα τέλη Ιουλίου 1988. Λίγες μέρες νωρίτερα, στο μήνυμά του για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Χρήστος Σαρτζετάκης είχε δηλώσει ότι δεν πρέπει απλώς να ανήκει η Ελλάδα στους Έλληνες αλλά και οι Έλληνες στην Ελλάδα (το είπε πιο καθαρευουσιάνικα, ενώ επίσης υποστήριξε ατεκμηρίωτες απόψεις όπως για συρρίκνωση της γλώσσας). Σε απάντηση στο προεδρικό μήνυμα, ο Μάνος Χατζιδάκις έστειλε την εξής επιστολή:
Αγαπητή Αυγή,
με την ευκαιρία της 14ης επετείου “αποκαταστάσεως”της Δημοκρατίας ακούσαμε από τον ελληνολάτρη γλωσσολόγο Πρόεδρο μας κ. Σαρτζετάκη και το εξής εξωφρενικό: Οι Έλληνες να ανήκουν στην Ελλάδα. Και βέβαια το εξωφρενικό είναι στο ότι κατά τον Πρόεδρο μας, οφείλουμε να ανήκουμε. Τι ιδέα!
Σε ποιάν Ελλάδα κύριε Πρόεδρε; Στην Ελλάδα της αυθαιρεσίας, του κρατικού ερασιτεχνισμού, του εξογκωμένου παρακράτους, της αναλγησίας και του εξευτελισμού του ανώνυμου πολίτη, του με επίσημο πρόγραμμα καταποντισμού της αξιοπρέπειάς του, του ευνουχισμού της νεότητάς του;
Στην Ελλάδα με την εξοντωτική φορολογία για να καλυφθεί η ανικανότητα του κράτους να ασκήσει οικονομική πολιτική; Στην Ελλάδα της κομπίνας και της αστυνομολατρείας, της ταύτισης έθνους και κάθε κυβερνήσεως, ώστε σαν ο πολίτης αντιδρά να χαρακτηρίζεται αυτομάτως ως αντεθνικός;
Στην Ελλάδα των Γούκων, των οπλοφορούντων Κουρήδων και Μιχαλόπουλων, των εμπρηστών, του ανεκδιήγητου κ. Τόμπρα, της ρυπαρότητας και της συνεχώς “αθώας” Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω;
Όχι κ. Πρόεδρε. Όσοι ξεφύγαμε από τις “στοργικές θωπείες” της μητρός Ελλάδος και μείναμε ελεύθεροι, θα διδάξουμε και τους άλλους να γίνουν ελεύθεροι και να μην ανήκουν πουθενά. Κάθε σοβαρός Έλληνας οφείλει ν’ αντιδράσει στην μεσαιωνικής προθέσεως – συγχωρέστε με – ρήση σας. Οι Έλληνες πολίτες δεν ανήκουν. Φροντίσατε να κάνετε την προεδρική σας θητεία πιο σεμνά και δίχως μεγαλοστομίες.
Γιατί η Ελλάδα σας κ. Πρόεδρε αρχίζει να μας αρρωσταίνει.
Η επιστολή δημοσιεύτηκε στην Αυγή, στο φύλλο της 28ης Ιουλίου 1988. Πανομοιότυπη, εκτός βέβαια από την προσφώνηση, φαίνεται πως ήταν και η επιστολή στην Καθημερινή. Ο Γούκος ήταν τοκογλύφος που είχε στήσει παρατράπεζα στα Γιάννενα. Εκείνες τις μέρες είχε γίνει η δίκη του, στην οποία καταδικάστηκε μεν αλλά σχεδόν αποθεώθηκε από τους συμπολίτες του. Τον Τόμπρα θα τον θυμάστε, ο Μιχαλόπουλος πρέπει να είναι ο Γρηγόρης, ο εκδότης της ακροδεξιάς Ελεύθερης Ώρας (αργότερα καταδικάστηκε για εκβιασμούς), ενώ Κουρήδες ήταν οι εκδότες της Αυριανής -δεν θυμάμαι τι είχε γίνει με την οπλοφορία τους.

Την άλλη μέρα, πάντως, η εφημερίδα “των Κουρήδων”, η Αυριανή, δημοσίεψε το ακόλουθο σεμνό σχόλιο που ζητώ προκαταβολικά συγνώμη που το αναδημοσιεύω.
Ξαναχτύπησε ο Μάνος…
Ο γνωστός κύναιδος Μάνος Χατζηδάκης, ο οποίος γύρευε πόσα νέα παιδιά έχει “καταστρέψει” με το χρήμα που διαθέτει, για να ικανοποιεί τις ανώμαλες ορέξεις του , ξαναχτύπησε!
Με αφορμή την πολύ σωστή δήλωση του Σαρτζετάκη, “Οι Έλληνες πρέπει ν’ ανήκουν στην Ελλάδα” και να μην πουλιώνται στους ξένους, σαν ορισμένους γνωστούς πολιτικάντηδες, φίλους του…. αξιότιμου κυρίου Μάνου, έστειλε στην… ανόητη “Αυγούλα” επιστολή, με την οποία ο… αρχικύναιδος προτρέπει τους Έλληνες να μην …ανήκουν πουθενά!!…
Δεν μας εκπλήσσει η ΘΡΑΣΥΤΗΤΑ του εν λόγω υποκειμένου, γιατί ξέρουμε πως αυτός ο κύριος ή… κυρία, έχει ζήσει ολόκληρη τη ζωή του μέσα στο ΒΟΥΡΚΟ και τη ΒΡΩΜΙΑ, απόδειξη πως εδώ και λίγο καιρό, προέτρεπε από τις στήλες γνωστού γυναικείου περιοδικού τις κόρες, τις αδελφές και τις γυναίκες μας να γίνουν… ΛΕΣΒΙΕΣ, φοβόμαστε, μόνο μήπως κανένας… μουστακαλής χάσει την ψυχραιμία του και τον κάνει μαύρο στο ξύλο...
Eιρωνικά χαρακτήρισα σεμνό το σχόλιο, είναι όμως αλήθεια ότι κατά καιρούς η Αυριανή είχε γράψει χειρότερα εναντίον του Μάνου Χατζιδάκι. Αλλά και ο Μάνος Χατζιδάκις δεν φοβήθηκε να αποδυθεί σε μια μοναχική εκστρατεία εναντίον της Αυριανής και του αυριανισμού. Κομβική στιγμή στάθηκε η συναυλία που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Δήμου Αθηναίων την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 1987 στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με συμμετοχή της Νανάς Μούσχουρη, του Στ. Ξαρχάκου και του Μάνου Χατζιδάκι, η οποία μάλιστα μεταδιδόταν ζωντανά από το ραδιόφωνο του νεοσύστατου τότε Αθήνα 984. Μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες πολίτες λοιπόν, ο Χατζιδάκις, ύστερα από δυο τραγούδια του σηκώθηκε από το πιάνο και απευθυνόμενος στο κοινό έδωσε διευκρινίσεις για τη συμφιλίωσή του με την Νανά Μούσχουρη, κυρίως όμως επιτέθηκε στην Αυριανή. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάπου ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας αυτής, αν και αποσπάσματά της βρίσκονται σε πολλά σημεία. Από τον ιστότοπο που είναι αφιερωμένος στον συνθέτη παραθέτω:
… φυλλάδα που μολύνει τον ελλαδικό χώρο με αναίδεια, χυδαιότητα, τραμπουκισμό και κολακεία συμπολιτών μας (…) που κολακεύεται να πιστεύει σαν τον Καραγκιόζη ότι αυτή έριξε τον Καραμανλή. Ενώ το μόνο που κατάφερε ήταν να κατακρημνίσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (…) Που ισχυρίζεται ότι προστατεύει τη δημοκρατία όσο είναι δυνατόν να την προστατεύει ένα τρωκτικό της. Που αποκομίζει κέρδη κολακεύοντας την αγραμματοσύνη και την ασημαντότητα σαν άλλη Αγία Αθανασία του Αιγάλεω. Και καταλήγει: Η Αυριανή πρέπει να κλείσει. Κι αυτό είναι το νόημα της αποψινής συμμετοχής μου στο Καλλιμάρμαρο.  (Ειρωνικά, πληρέστερη καταγραφή της ομιλίας Χατζιδάκι βρήκα στις σελίδες της ίδιας της Αυριανής, αν και έχει μερικά λάθη στη στίξη ή στη μεταγραφή άγνωστων λέξεων).
Για να τοποθετήσουμε τα γεγονότα στην ιστορική τους διάσταση, βρισκόμαστε στο 1987, με το ΠΑΣΟΚ να έχει αρχίσει να παρακμάζει, τη ΝΔ με τον Μητσοτάκη αρχηγό να αντεπιτίθεται, την αριστερά να προσπαθεί να συνεννοηθεί. Ο Δήμος Αθηναίων που ήταν ο διοργανωτής της συναυλίας, εθεωρείτο η αιχμή του δόρατος της δεξιάς αντεπίθεσης και ο ραδιοσταθμός του, ο Αθήνα 984 με τότε διευθυντή τον Β. Τζανετάκο, ήταν μεν πολυφωνικός σε αντίθεση με την κρατική ΕΡΤ αλλά είχε -θα το θυμούνται όσοι τον άκουγαν- και αρκετές έξαλλες αντιΠασόκ εκπομπές. Μάλιστα, για τη συγκεκριμένη συναυλία ο τύπος της εποχής (και μάλιστα η όχι φιλοκυβερνητική Αυγή) έγραψε για “μάλλον μεθοδευμένη προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης από τη ΝΔ”. Οπότε, μοιραία, η επίθεση του Χατζιδάκι κατά της Αυριανής μπορεί να ερμηνεύτηκε (κακώς βέβαια) από κάποιους σαν συμπόρευση με τη ΝΔ.
Δέχομαι επίσης ότι ο Χατζιδάκις με την έκκλησή του παραβίασε τη δεοντολογία, αφού (όπως ρητά παραδέχτηκε κι ο ίδιος) εκμεταλλεύτηκε την προβολή της συναυλίας για να προωθήσει μια προσωπική πολιτική εκστρατεία. Ίσως ομως ήταν ο μόνος τρόπος που έβλεπε για να αντιμετωπίσει έναν πανίσχυρο προπαγανδιστικό μηχανισμό. Και βέβαια, όταν είπε την περίφημη φράση “Η Αυριανή πρέπει να κλείσει” δεν εννοούσε να απαγορευτεί με κυβερνητική απόφαση ή να της επιβληθεί λογοκρισία, εννοούσε να πάψει να έχει αναγνώστες και επιρροή.
Η αντεπίθεση δεν άργησε. Βέβαια, επειδή η συναυλία είχε γίνει βράδυ Κυριακής, την επόμενη μέρα (Δευτέρα 8.9.1987) δεν υπήρχε χρόνος για εκτεταμένη αντίδραση, ωστόσο η Αυριανή πρόλαβε να δημοσιεύσει ένα πρωτοσέλιδο σχόλιο στο οποίο αποκαλούσε “προπομπό του νεοναζισμού” τον “ψυχανώμαλο” Χατζιδάκι, τον οποίο παραλλήλιζε με τον Χίτλερ (όλο το εύοσμο σχόλιο, εδώ), ενώ στις μέσα σελίδες το ρεπορτάζ από τη συναυλία το κοσμούσε το “χιουμοριστικό” σχόλιο που βλέπετε αριστερά, μέσα σε πλαίσιο, χαρακτηριστικό δείγμα αυριανικού χιούμορ.
Την μεθεπόμενη μέρα όμως η επίθεση του μηχανισμού της Αυριανής ξεδιπλώθηκε δυνατή και πολυμέτωπη. Όπως ίσως ήταν αναμενόμενο, η εφημερίδα εκμεταλλεύτηκε τη φράση “Η Αυριανή πρέπει να κλείσει”, θέτοντας ζήτημα ελευθεροτυπίας. Άλλωστε την ίδια στάση κράτησε και η κυβέρνηση αφού ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Ρουμπάτης αφού ανέλυσε τα περί πολυφωνίας και ελευθεροτυπίας κατέληξε ότι ο Χατζιδάκις πρόσφερε “κακές υπηρεσίες στη δημοκρατία” και “πρόσβαλε τους χιλιάδες αναγνώστες” της εφημερίδας.
Ο πηχυαίος τίτλος της Αυριανής στις 9.9.87 ήταν “Όλοι εναντίον του Μ. Χατζηδάκη”, ενώ ένα ολόκληρο δισέλιδο στις μέσα σελίδες ήταν αφιερωμένο σε αντιδράσεις επωνύμων, υπουργών, βουλευτών, δημάρχων, κομμάτων και κινήσεων! Παραθέτω τις σελίδες με τις δηλώσεις (πρώτη και δεύτερη), προειδοποιώ πάντως ότι είναι βαριές στα κιλομπάιτ και ασήκωτες στο περιεχόμενο.

Όπως βλέπετε, πολλοί έσπευσαν να στηρίξουν την Αυριανή ή να καταδικάσουν την (υποτιθέμενη) επίθεση στην ελευθερία του τύπου, όπως η Μελίνα Μερκούρη που απέφυγε να κατονομάσει τον Χατζιδάκι αλλά δήλωσε ότι “Δεν είναι δυνατόν στις μέρες μας να βγαίνει κάποιος και να καταφέρεται στην ελευθεροτυπία”. Βέβαια, η έμφαση στην “επίθεση στην ελευθεροτυπία” ήταν ίσως ένας εύσχημος τρόπος για να αποφύγουν κάποιοι να στηρίξουν ρητά την Αυριανή -άλλοι δεν είχαν τέτοιους δισταγμούς, όπως ο Θ. Πάγκαλος που δήλωσε ότι “Η Αυριανή είναι μια απ’ τις ελάχιστες καθολικά πολιτικές εφημερίδες που απομένουν και η σημασία της για τη δημόσια ζωή είναι τεράστια” ή ο Φώτης Κουβέλης που φιλοτέχνησε το εξής εγκώμιο: “Η Αυριανή καταξιώθηκε σαν έπαλξη του ελεύθερου τύπου με τους αγώνες της μέσα στην οντολογία του πολιτικού και του κοινωνικού μας γίγνεσθαι”. Για να τα λέμε όλα, και ο Μανώλης Γλέζος, τότε πρόεδρος της ΕΔΑ, προτίμησε να δει μόνο την εκμετάλλευση του γεγονότος από τη ΝΔ και ενέταξε τονΧατζιδάκι στον “συμπαθή πολιτιστικό κύκλο γύρω από τον κ. Καραμανλή”, φροντίζοντας τουλάχιστον να πάρει κάποιες αποστάσεις από την Αυριανή (“κάθε έντυπο έχει το δικό του κοινό κι αυτό εκφράζει”). Μεγαλύτερες αποστάσεις πήρε η Ελληνική Αριστερά, το μεγαλύτερο από τα δύο κόμματα που γεννήθηκαν από το σχίσμα στο ΚΚΕ εσωτ., ενώ ψυχρά ευγενική, υποδειγματική κατά τη γνώμη μου, ήταν η τοποθέτηση του ΚΚΕ εσ-Α.Α., του μικρότερου από τους δύο επιγόνους: “Η αντίληψή μας για τη δημοκρατία είναι γνωστό ότι είναι διαφορετική από αυτήν της εφημερίδας σας. Θεωρούμε δε πως μέσα στα πλαίσια του πλουραλισμού εμπεριέχεται και το δικαίωμα της δημόσιας κριτικής και του ελέγχου από κάθε πολίτη”.
Δεν έχει νόημα να ανθολογήσουμε τις αντιδράσεις βουλευτών και δημάρχων, σήμερα ξεχασμένων, μπορείτε αν έχετε περιέργεια να τις διαβάσετε. Από τις τοποθετήσεις απουσιάζει το ΚΚΕ, το οποίο δεν τοποθετήθηκε επίσημα αλλά το έντυπό του αποτέλεσε τον μοναδικό ίσως συμπαραστάτη του Μάνου Χατζιδάκι, τουλάχιστον από τις καθημερινές εφημερίδες. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, ο Ριζοσπάστης, με διευθυντή τον Γρ. Φαράκο, είχε διαρκές και ανοιχτό μέτωπο ενάντια στον αυριανισμό, κι έτσι ήταν η μόνη εφημερίδα που θεώρησε “μονόπλευρη ευαισθησία” τις κορόνες περί ελευθεροτυπίας, που “αποθρασύνει τη φυλλάδα”, ενώ σε άλλο σχόλιο επέκρινε την κυβέρνηση που έδωσε “πλήρη κάλυψη στη φαιά προπαγάνδα“. Χαρακτηριστικό άλλωστε και το σκίτσο του Στάθη [Σταυρόπουλου] που αναδημοσιεύω αριστερά (Ριζοσπάστης, 9.9.1987).
Την ίδια μέρα στην Αυριανή, πέρα από τις δηλώσεις “όλων” (πλην Λακεδαιμονίων, ίσως) κατά Χατζιδάκι, δημοσιεύτηκε κι ένα κατάπτυστο άρθρο του Κ. Διακογιάννη, με τίτλο “Ψυχικό AIDS ανώμαλου εκμαυλιστή“. Χαρακτηριστικά αποσπάσματα: “… Χθες εμφανίσθηκε κι ένας χαμερπής ομοφυλόφιλος, ένας κίναιδος ολκής, να σε αποκαλέσει φίλε αναγνώστη φασίστα! Μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους και με μια εμπάθεια που διακρίνει τους παθητικούς ανώμαλους, εδήλωσε ότι η εφημερίδα που διαβάζεις είναι φασιστική και συνεπώς εσύ, ο αναγνώστης, φασίστας! Και τα εδήλωσε δημόσια τα θηλυκά του εμέσματα, ένα κνώδαλο που γλείφει από τότε που υπάρχει, τις πατούσες του φασισμού. [...] Πώς είναι δυνατόν ένα κάθαρμα να αφήνεται ελεύθερο με λύσσα και πάθος όλους αυτούς τους πολίτες να τους βρίζει με την χυδαιότητα των οίκων ανοχής; Ποιος έδωσε το δικαίωμα στον απαίσιο εκμαυλιστή νέων, που ακούει στα ονόματα Μανωλία, Μάνια, Μινού Χατζηδού, ποιος επέτρεψε σε αυτό το απόβρασμα να παίρνει το μικρόφωνο στα χέρια του και να εκθέτει οργανωτές μιας φιλανθρωπικής εκδήλωσης και να διασύρει τον Δήμο Αθηναίων υπό την αιγίδα του οποίου ετέθη; [...] Αυτό το σκουληκιασμενο τομάρι αποτελεί στίγμα για τη σημερινή ελληνική κοινωνία. Να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από το ηθικό ΑIDS αυτού του βρωμερού υποκείμενου. Αρκετοί νέοι πλήρωσαν ακριβά τη γνωριμία τους μαζί του. Όχι άλλα θύματα”.
Η επίθεση συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, με άλλες δηλώσεις επωνύμων και άρθρα. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως ήταν ένα σχολιάκι της εφημερίδας στις 10.9.87, στο οποίο γινόταν επίθεση στον δημοσιογράφο Γ. Μασσαβέτα επειδή “κατάπιε τη γλώσσα του και δεν έγραψε λέξη για τις βρωμιές που είπε ο Χατζηδάκης” -δηλαδή, όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Θα μπορούσα να παραθέσω κι άλλα, αλλά νομίζω ότι πήρατε μια ιδέα και έτσι κι αλλιώς η αντοχή έχει κάποια όρια που μάλλον τα ξεπεράσαμε.
Φυσικά, σήμερα, 27 χρόνια μετά από τα γεγονότα και 20 χρόνια μετά τον θάνατο του Μ. Χατζιδάκι, όλοι θυμούνται, αγαπούν και τιμούν τον συνθέτη ενώ κανείς δεν θυμάται τους χυδαίους επικριτές του. Αλλά, όπως είπα και στην αρχή, ο αυριανισμός νομίζω ότι δεν εξέλειψε, έστω κι αν σήμερα παίρνει άλλες μορφές και έχει, ίσως, άλλα οχήματα.

Το ταξίδι του Ραμί

$
0
0

O 33χρονος Ραμί, σπούδασε πληροφορική στην Δαμασκό. Στην Αθήνα χρησιμοποιεί το λάπτοπ του Σύρου συγκατοίκου του για να μάθει τις προϋποθέσεις απόκτησης βίζας από τις ιστοσελίδες του γερμανικού και του καναδικού υπουργείου Εσωτερικών.


του Γιάννη Παπαδόπουλου
φωτογραφίες Enri Canaj

πηγή: http://www.kathimerini.gr

Η καύτρα του τσιγάρου πλησίαζε τα δάχτυλα, αλλά ο Ραμί δεν έδινε σημασία. Βημάτιζε πάνω-κάτω και μονολογούσε. «Μας μαθαίνουν πώς να λέμε ψέματα, ακόμα και στον εαυτό μας», είπε. Πριν από μία ώρα είχε συναντήσει στην οδό Αχαρνών τον διακινητή για να του δώσει τρεις φωτογραφίες. Μία παλιά και δύο πρόσφατες φορώντας τα γυαλιά μυωπίας του και χωρίς αυτά. Ο Ραμί, πρόσφυγας από τη Συρία, είχε συμπληρώσει ένα μήνα εγκλωβισμένος στην Ελλάδα προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εμφύλιο στην πατρίδα του. Περίμενε μια καλή πλαστή ταυτότητα και ένα αεροπορικό εισιτήριο για να αποδράσει στη Δυτική Ευρώπη.

Στις αρχές Μαΐου αποπειράθηκε πρώτη φορά να ταξιδέψει παράνομα από το «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ενας Βορειοαφρικανός διακινητής τον οποίο είχε συναντήσει σε ίντερνετ καφέ της οδού Αχαρνών τον είχε εφοδιάσει με πλαστή αυστριακή ταυτότητα και αεροπορικά εισιτήρια για Βιέννη. Το αντίτιμο ήταν 3.000 ευρώ εφόσον ο Σύρος πρόσφυγας έφτανε στον προορισμό του. Θα ταξίδευε υπό το ψεύτικο όνομα Armin Vedak και ημερομηνία γέννησης 27 Ιουνίου 1988. Στο σημείο ελέγχου των καρτών επιβίβασης του αεροδρομίου τον παραμέρισαν μαζί με άλλους μετανάστες και απετράπη η αναχώρησή του.
Οι αρχές αναφέρουν ότι τα κρούσματα μεταναστών που προσπαθούν να ταξιδέψουν με πλαστά έγγραφα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, σε αντίθεση με τις 318 περιπτώσεις κατάσχεσης πλαστών εγγράφων που κατέγραψε η η Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής το 2012, τα κρούσματα το 2013 ανήλθαν σε 1.221. Στο «Ελ. Βενιζέλος» οι αστυνομικοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα αυξανόμενα κρούσματα καλύπτοντας κάθε δίοδο διαφυγής σε τέσσερις ζώνες ελέγχου. Ξεκινούν από τις αποβάθρες του προαστιακού και καταλήγουν στις πύλες του αεροδρομίου, σταματώντας όσους κρίνουν υπόπτους ένα βήμα πριν από την επιβίβαση. «Βλέποντας πόσο αυστηρά είναι, κάποιοι εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Έχουμε βρει διαβατήρια πεταμένα σε κάδους», λέει η προϊσταμένη του Γραφείου Διαβατάρικου Ελέγχου, Δήμητρα Βασιλάκη.
Η εθνικότητα που εντοπίζεται συχνότερα σε αυτούς τους ελέγχους τα τελευταία δύο χρόνια είναι πρόσφυγες από την εμπόλεμη Συρία, όπως ο Ραμί. Μια τάση που ακολουθεί το αυξανόμενο κύμα άφιξής τους στη χώρα μας. Πέρυσι καταγράφηκαν 8.517 Σύροι κατά την είσοδό τους στην Ελλάδα, ενώ το 2011 μόλις που είχαν ξεπεράσει τους 1.500. Με απόφαση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη οι Σύροι λαμβάνουν εξάμηνη αναβολή απομάκρυνσης από την Ελλάδα και δεν κρατούνται εκτός από το αναγκαίο διάστημα για την εξακρίβωση των στοιχείων. Οσοι δεν υποβάλουν αίτημα χορήγησης πολιτικού ασύλου - δηλαδή οι περισσότεροι - προσπαθούν να φύγουν παράνομα για κράτη της Δυτικής Ευρώπης.


Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Φωτογραφίες: ENRI CANAJ
Η καύτρα του τσιγάρου πλησίαζε τα δάχτυλα, αλλά ο Ραμί δεν έδινε σημασία. Βημάτιζε πάνω-κάτω και μονολογούσε. «Μας μαθαίνουν πώς να λέμε ψέματα, ακόμα και στον εαυτό μας», είπε. Πριν από μία ώρα είχε συναντήσει στην οδό Αχαρνών τον διακινητή για να του δώσει τρεις φωτογραφίες. Μία παλιά και δύο πρόσφατες φορώντας τα γυαλιά μυωπίας του και χωρίς αυτά. Ο Ραμί, πρόσφυγας από τη Συρία, είχε συμπληρώσει ένα μήνα εγκλωβισμένος στην Ελλάδα προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εμφύλιο στην πατρίδα του. Περίμενε μια καλή πλαστή ταυτότητα και ένα αεροπορικό εισιτήριο για να αποδράσει στη Δυτική Ευρώπη.
Στις αρχές Μαΐου αποπειράθηκε πρώτη φορά να ταξιδέψει παράνομα από το «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ενας Βορειοαφρικανός διακινητής τον οποίο είχε συναντήσει σε ίντερνετ καφέ της οδού Αχαρνών τον είχε εφοδιάσει με πλαστή αυστριακή ταυτότητα και αεροπορικά εισιτήρια για Βιέννη. Το αντίτιμο ήταν 3.000 ευρώ εφόσον ο Σύρος πρόσφυγας έφτανε στον προορισμό του. Θα ταξίδευε υπό το ψεύτικο όνομα Armin Vedak και ημερομηνία γέννησης 27 Ιουνίου 1988. Στο σημείο ελέγχου των καρτών επιβίβασης του αεροδρομίου τον παραμέρισαν μαζί με άλλους μετανάστες και απετράπη η αναχώρησή του.
Οι αρχές αναφέρουν ότι τα κρούσματα μεταναστών που προσπαθούν να ταξιδέψουν με πλαστά έγγραφα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, σε αντίθεση με τις 318 περιπτώσεις κατάσχεσης πλαστών εγγράφων που κατέγραψε η η Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής το 2012, τα κρούσματα το 2013 ανήλθαν σε 1.221. Στο «Ελ. Βενιζέλος» οι αστυνομικοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα αυξανόμενα κρούσματα καλύπτοντας κάθε δίοδο διαφυγής σε τέσσερις ζώνες ελέγχου. Ξεκινούν από τις αποβάθρες του προαστιακού και καταλήγουν στις πύλες του αεροδρομίου, σταματώντας όσους κρίνουν υπόπτους ένα βήμα πριν από την επιβίβαση. «Βλέποντας πόσο αυστηρά είναι, κάποιοι εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Έχουμε βρει διαβατήρια πεταμένα σε κάδους», λέει η προϊσταμένη του Γραφείου Διαβατάρικου Ελέγχου, Δήμητρα Βασιλάκη.
Η εθνικότητα που εντοπίζεται συχνότερα σε αυτούς τους ελέγχους τα τελευταία δύο χρόνια είναι πρόσφυγες από την εμπόλεμη Συρία, όπως ο Ραμί. Μια τάση που ακολουθεί το αυξανόμενο κύμα άφιξής τους στη χώρα μας. Πέρυσι καταγράφηκαν 8.517 Σύροι κατά την είσοδό τους στην Ελλάδα, ενώ το 2011 μόλις που είχαν ξεπεράσει τους 1.500. Με απόφαση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη οι Σύροι λαμβάνουν εξάμηνη αναβολή απομάκρυνσης από την Ελλάδα και δεν κρατούνται εκτός από το αναγκαίο διάστημα για την εξακρίβωση των στοιχείων. Οσοι δεν υποβάλουν αίτημα χορήγησης πολιτικού ασύλου - δηλαδή οι περισσότεροι - προσπαθούν να φύγουν παράνομα για κράτη της Δυτικής Ευρώπης.
Στις αρχές Μαΐου, στο λόμπι ενός ξενοδοχείου στα Κάτω Πατήσια, συνάντησα σε έναν από τους δεκατέσσερις δερμάτινους σομόν καναπέδες τον Ραμί. Καθόταν εκεί, μαζί με την υπομονή του. Γεννήθηκε πριν από 33 χρόνια στα περίχωρα της Δαμασκού, σπούδασε πληροφορική και εργάστηκε ως προγραμματιστής. Δέχθηκε να τον ακολουθήσω για σχεδόν ένα μήνα και να μου παρουσιάσει πώς λειτουργεί το σύστημα διακίνησης μεταναστών στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δημοσιευόταν το πραγματικό του όνομα ή φωτογραφία με το πρόσωπό του.
Είναι ψηλός, με στρογγυλό πρόσωπο και κοντοκουρεμένες φαβορίτες. Μιλάει αγγλικά και γερμανικά, αλλά όποτε περιγράφει το ταξίδι του, αγχώνεται και κομπιάζει. Δεν ήθελε οδηγίες για να κινηθεί στην Αθήνα. Πριν από κάθε συνάντησή μας συμβουλευόταν τους χάρτες στο λευκό του iPhone. Ούτε περίμενε να μάθει από τους διακινητές τα πάντα. Είχε ήδη διαβάσει στις ιστοσελίδες του γερμανικού και του καναδικού υπουργείου Εσωτερικών τις προϋποθέσεις απόκτησης βίζας. Ο συγκάτοικός του στο ξενοδοχείο, Σύρος πρόσφυγας κι αυτός, είχε φέρει μαζί του και φορητό υπολογιστή.
Από τη Δαμασκό στην Αθήνα
Ο Ραμί έχει δύο μεγαλύτερους αδερφούς. Ο ένας ζει στη Βρετανία, εργάζεται ως γιατρός και έχει πάρει τη βρετανική υπηκοότητα. Ο άλλος είναι οδοντίατρος στη Σουηδική Αραβία. Έχασαν τον πατέρα τους σε μικρή ηλικία και μεγάλωσαν με τη μητέρα τους η οποία ζει σήμερα στη Δαμασκό. «Καταγόμαστε από περιοχή με αντάρτες και είχα προβλήματα στα σημεία ελέγχου. Φοβόμουν ότι θα με έπιαναν και θα με έστελναν σε κάποια κρυφή φυλακή. Κυνηγούν τους νέους», είπε ο Ραμί. «Έφυγα γιατί δεν ήθελα να κλάψει για εμένα η μητέρα μου».
Αρχικά ταξίδεψε στον Λίβανο, όπου έμεινε τέσσερις μήνες. Έπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί βρέθηκε στην Αλικαρνασσό. Πλήρωσε 2.000 ευρώ για να μεταβεί από την Τουρκία στην Κω. «Ένα βράδυ ήρθαν δύο αυτοκίνητα, μάζεψαν 12 άτομα και μας έβαλαν σε μια βάρκα εννιά μέτρων», είπε. Από την Κω έφτασε με πλοίο της γραμμής στον Πειραιά. Συμπατριώτες του τον είχαν ήδη συμβουλέψει πού να αναζητήσει στέγη.
Αναζητώντας στέγη στο κέντρο της Αθήνας
Λίγα βήματα μακριά από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στα Κάτω Πατήσια βρίσκεται το ξενοδοχείο όπου συνάντησα τον Ραμί. Μέχρι σήμερα παραμένει οικογενειακή επιχείρηση. Στις δόξες του, τη δεκαετία του ’70, χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό της ταινίας «Η θεία μου η χίπισσα» με πρωταγωνιστές τους Ρένα Βλαχοπούλου και Ανδρέα Μπάρκουλη.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Κωνσταντίνος Κ. υποδέχθηκε το πρώτο ζευγάρι από τη Συρία. Μετά ακολούθησαν κι άλλοι. Τους παραχώρησε τον δεύτερο όροφο και πληρώνουν, έπειτα από ειδική συμφωνία, 450 ευρώ τον μήνα για ένα δίκλινο. «Τον πρώτο καιρό νοίκιαζαν το δωμάτιο δύο, έμπαινε μέσα η καμαριέρα και έβλεπε δέκα ξαπλωμένους. Έκανα εφόδους και εγώ και τους έπαιρνα τους υπνόσακους. Κάποιοι τους έκρυβαν κάτω από τα στρώματα», λέει ο ιδιοκτήτης.
Σε αυτό το λόμπι συχνάζουν σχεδόν νυχθημερόν οι Σύροι, βυθισμένοι στις οθόνες των κινητών τους τηλεφώνων. Μιλούν με τους δικούς τους μέσω Viber, ψάχνουν για νέα στο Facebook ή περιμένουν το μήνυμα κάποιου διακινητή. Μια καθημερινότητα που γρήγορα γίνεται μονότονη. Τις μέρες που συναντιόμασταν, ο Ραμί αγόραζε καθημερινά Silk Cut τσιγάρα – τα οποία γνώρισε πρώτη φορά στο πλοίο από Κω για Πειραιά. Έπινε ζεστό nescafe χωρίς γάλα και δειπνούσε σε εστιατόριο Σύρων, όπου το πιάτο κοστίζει τέσσερα ευρώ. Στο κινητό του είχε λιβανέζικο αριθμό για το Viber, τούρκικο αριθμό για WhatsApp και ελληνικό για κανονικά μηνύματα.
«Έχω τόσα ονόματα από τις πλαστές ταυτότητες που έχω χρησιμοποιήσει που δεν ξέρω πώς με λένε. Με έχουν βαφτίσει Εμίλ, Φάνη, ακόμα και Γιάννη», μου είπε ένας από τους Σύρους στο ίδιο ξενοδοχείο. Συστήθηκε ως Αμπντούλ. Είπε ότι ήταν ακτινολόγος στην πόλη Ντέιρ αλ Ζορ, στις όχθες του Ευφράτη. Είπε ότι επιχείρησε να φύγει πάνω από τρεις φορές από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» με πλαστή ταυτότητα. Απέτυχε σε όλες.
«Αυτό που κάνουμε δεν είναι παιχνίδι», είπε σε μία από τις συναντήσεις μας ο Ραμί. Σε αντίθεση με άλλους πρόσφυγες, όποτε μιλούσε για την κατάστασή του έμοιαζε να απολογείται. «Μισώ τον εαυτό μου. Ό,τι κάνω είναι κουτό και επικίνδυνο. Μου αρέσει η τάξη και το σύστημα, γι’ αυτό σπούδασα πληροφορική. Μου αρέσει να περιμένουν οι άνθρωποι σε ουρές, να υπάρχουν κανόνες», είπε.
Τα πλαστά έγγραφα και τα νέα ευφάνταστα «κόλπα» στα αεροδρόμια
Άτυπους κανόνες ακολουθεί και το σύστημα διακίνησης μεταναστών που έχει οργανωθεί στην Αθήνα. Σε καφενεία της Αχαρνών και της Πατησίων όπου συχνάζουν διακινητές, ο Ραμί έμαθε ότι το πιο αξιόπιστο χαρτί είναι ένα κλεμμένο διαβατήριο με μεγάλο βαθμό ομοιότητας. «Ένας από τους διακινητές που συνάντησα είχε στο κινητό του φωτογραφίες από κλεμμένα διαβατήρια και ταυτότητες. Με κοιτούσε και έλεγχε την ομοιότητα των προσώπων», είπε ο 33χρονος πρόσφυγας.
Δεν είναι, όμως, όλοι οι διακινητές τόσο προσεκτικοί ή «επαγγελματίες». Όπως εξηγεί ο διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας στον Αερολιμένα Αθηνών, Νικόλαος Μανώλης, κατά καιρούς έχουν συλληφθεί διακινητές που συναλλάσσονταν με τους μετανάστες στο πάρκινγκ του αεροδρομίου. Άλλοι εκμεταλλεύονταν την απόγνωση των προσφύγων εισπράττοντας χρήματα για διαβατήρια που ήταν εξόφθαλμα πλαστά. Σε μία περίπτωση έγραψαν ότι το ύψος του μετανάστη ήταν 1,90 μ., ενώ ήταν φανερά πιο κοντός. Σε άλλα ψεύτικα έγγραφα χρησιμοποιούσαν στα στοιχεία το όνομα κάποιου γνωστού ποδοσφαιριστή.

Το τελευταίο εξάμηνο του 2013, όμως, οι αστυνομικοί αντιμετώπισαν μία από τις πιο εξελιγμένες μεθόδους διακίνησης μέσω αεροδρομίου. Σε τουλάχιστον έξι περιπτώσεις, Ευρωπαίος πολίτης έκλεινε εισιτήριο για κάποια ευρωπαϊκή χώρα με ανταπόκριση στην Κωνσταντινούπολη. Έφτανε στον ενδιάμεσο σταθμό με τα γνήσια έγγραφά του και εκεί συναντούσε τον παράτυπο μετανάστη. Του έδινε την κάρτα επιβίβασης για να συνεχίσει το ταξίδι μαζί με πλαστό διαβατήριο. Ακόμα κι αν οι Τούρκοι αστυνομικοί ανακάλυπταν τον παράτυπο μετανάστη στην πύλη και τον έστελναν στην Ελλάδα, ο στόχος του είχε επιτευχθεί κατά το ήμισυ. Βρισκόταν και πάλι σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι κανόνες του ταξιδιού αλλάζουν όταν οι πρόσφυγες είναι γυναίκες με παιδιά. Η δημοφιλέστερη μέθοδος σε αυτές τις ομάδες περιλαμβάνει την παραποίηση αυθεντικών εγγράφων. Οικογενειάρχης με νόμιμη άδεια διαμονής παριστάνει τον σύζυγο και τον πατέρα. Συνοδεύει τη γυναίκα και το παιδί στον προορισμό τους και μετά επιστρέφει μόνος στην Ελλάδα. Το κόστος γι’ αυτήν την επιχείρηση μπορεί να φτάσει σε 9.000 ευρώ. Ο Ραμί ξέρει μια γυναίκα από τη Συρία που τον Μάιο κατάφερε μαζί με τον γιο της και ταξίδεψαν στη Μασσαλία.
Μετά την αποτυχημένη του απόπειρα στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ο Ραμί γνώρισε έναν άλλον διακινητή σε καφετέρια της οδού Πατησίων. Ο διακινητής, Σουδανός, άνω των 40, με διαμαντάκι στο αριστερό αυτί, είχε τη φήμη «επαγγελματία». Το 2013, στις τρεις πρώτες θέσεις των συλληφθέντων διακινητών στη χώρα μας ήταν οι Έλληνες με 159 άτομα, οι Αλβανοί με 139 και οι Σύροι με 121. Οι τιμές που ζητούν για πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα και αεροπορικά εισιτήρια κυμαίνονται μεταξύ 3.000 και 5.000 ευρώ.
Ο Σουδανός διακινητής είπε στον Ραμί ότι δεν θα του βγάλει ιταλική ή ελληνική ταυτότητα γιατί «έχουν κακή φήμη» και θα ήταν πιο εύκολο να πιαστεί. Του είπε ότι θα είχε περισσότερες πιθανότητες εάν πετούσε για την Ευρώπη από κάποιο νησί του Αιγαίου. Τα τελευταία τρία χρόνια, λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι διακινητές στρέφονται στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας και στις πτήσεις τσάρτερ. Θεωρείται πιο εύκολο να χαθεί κάποιος στο πλήθος των τουριστών και τα μέτρα ασφαλείας δεν είναι το ίδιο αυστηρά. Ενδεικτικά, στις 24 Απριλίου συνελήφθησαν με πλαστά έγγραφα 13 Σύροι στον αερολιμένα Καλαμάτας. Προορισμός τους ήταν η Αυστρία. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, άλλοι τρεις Σύροι πιάστηκαν στο αεροδρόμιο της Θήρας.
Αφού συμφώνησαν στην τιμή, ο Ραμί κατέθεσε σε έναν εγγυητή 3.000 ευρώ που του είχαν στείλει συγγενείς του. Τον ρόλο του εγγυητή ανέλαβαν οι Σύροι εργαζόμενοι σε ένα πολωνικό μίνι μάρκετ κοντά στον σταθμό Λαρίσης. Σε αυτό το μαγαζί με τα λιγοστά εμπορεύματα στα ράφια λειτουργεί πίσω από έναν πάγκο και ανταλλακτήριο συναλλάγματος. Οι παράτυποι μετανάστες τοποθετούν τα χρήματά τους και λαμβάνουν έναν κωδικό με αριθμούς, γράμματα και σημεία στίξης. Λένε στον εγγυητή ότι τα χρήματα «είναι για να ταξιδέψουν» και του δίνουν το όνομα και το τηλέφωνο του διακινητή. Εάν πετύχει το ταξίδι τους, αποκαλύπτουν τον κωδικό στον διακινητή και αυτός εισπράττει τα χρήματα. Το γραφείο κρατάει προμήθεια – άγνωστο πόση. Εάν αποτύχει το ταξίδι, ο μετανάστης μπορεί να πάρει πίσω τα χρήματά του και το γραφείο εισπράττει προμήθεια 50 ευρώ.
Οι μετανάστες ονομάζουν αυτή τη μέθοδο στα αραβικά «amanah». Πρόκειται για παραλλαγή της hawala, μιας παράτυπης μεθόδου μεταφοράς εμβασμάτων που έχει χρησιμοποιηθεί και ως τρόπος ξεπλύματος εσόδων από εμπόριο ναρκωτικών, όπλων και διακίνηση ανθρώπων και έχει χρησιμοποιηθεί από τρομοκρατικές οργανώσεις όπως την Αλ Κάιντα.
Καθώς περνούσαν οι μέρες και ζύγωνε η στιγμή του ταξιδιού, ο Ραμί γινόταν όλο και πιο νευρικός. Παραπονιόταν ότι μούδιαζε το κεφάλι του από τη σκέψη. Το σχέδιο ήταν να βρεθεί σε περιφερειακό αεροδρόμιο κάποιου νησιού του Αιγαίου και από εκεί να φύγει προς τη Δύση. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήξερε το δρομολόγιό του. Ο διακινητής τού είχε θέσει ως πιθανούς τελικούς προορισμούς το Παρίσι, τις Βρυξέλλες και τη Μασσαλία. Η Ρώμη και το Μιλάνο, μαζί με τη γαλλική πρωτεύουσα, είναι οι πιο δημοφιλείς αεροπορικοί προορισμοί παράτυπων μεταναστών, όπως αναφέρουν αστυνομικές πηγές.

Την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου, δύο ώρες πριν από την αναχώρηση του πλοίου του από τον Πειραιά, ο Ραμί δεν είχε ακόμη αποφασίσει ούτε γνώριζε πάλι τον προορισμό του. Θα τον μάθαινε στο λιμάνι. Είχε άλλα να σκεφτεί. Κάποιος φίλος του στη Βηρυτό του είχε μιλήσει για τη δυνατότητα μετεγκατάστασης Σύρων προσφύγων από τον Λίβανο στον Καναδά. Του είχε ζητήσει να κάνει υπομονή άλλες 35 ημέρες. Το διάστημα ήταν μεγάλο, ο Ραμί είχε ξοδέψει ήδη αρκετά χρήματα, η υπομονή του εξαντλούνταν. Τελικά, αποφάσισε εκείνο το απόγευμα να μην επιβιβαστεί στο πλοίο.
Ο διακινητής οργίστηκε. Του ζήτησε 400 ευρώ για τα χαμένα εισιτήρια. Ο Ραμί θα ταξίδευε μαζί με άλλους δύο πρόσφυγες οι οποίοι τελικά απέτυχαν και πιάστηκαν από την αστυνομία. «Ξέρω ότι είναι ντροπιαστικό που προσπαθώ να ταξιδέψω παράνομα», είπε ο Ραμί την τελευταία φορά που μιλήσαμε. «Αλλά δεν έχω άλλη λύση».

Οι εκπλήξεις των αναγνωστών

$
0
0


της Βενετίας Αποστολίδου

πηγή: http://www.oanagnostis.gr

Τα βραβεία βιβλίου των καταστημάτων Public ανέτρεψαν τα αναμενόμενα. Όποιος ενδιαφέρεται για θέματα ανάγνωσης, διάκρισης και γενικότερα πολιτισμού θα αναγνωρίσει ότι τα βραβεία αυτά τροφοδοτούν τη συζήτηση που διεξάγεται εδώ και καιρό για το γούστο του μεγάλου κοινού, για την παραλογοτεχνία, για τη σημασία και το κύρος των βραβείων, με νέα στοιχεία που μας αναγκάζουν να τα ξανασκεφτούμε και να τα θέσουμε με άλλους όρους. Σε ό,τι με αφορά και με δεδομένο ότι έγραψα σχετικά σε τούτη δω τη στήλη όταν η διαδικασία ψηφοφορίας ήταν ακόμη σε εξέλιξη, αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω μερικές ακόμη σκέψεις και υποθέσεις.
Ενώ λοιπόν όλοι αναμέναμε ότι οι ογδόντα και πλέον χιλιάδες ψηφοφόροι θα βραβεύσουν βιβλία από το χωράφι της κοινώς ονομαζόμενης παραλογοτεχνίας, ήδη από την ανάδειξη των πρώτων δέκα σε κάθε κατηγορία φάνηκε πως είχαν εισχωρήσει στη μικρή λίστα και βιβλία «υπεράνω πάσης υποψίας» έως και απαιτητικά δοκίμια· και πάλι όμως, εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε πως δεν θα υπερισχύσουν αυτά, διότι έχει σφηνωθεί στο μυαλό μας ότι όπου μεγάλο κοινό και μαζική ψηφοφορία ίσον κακή ποιότητα. Μας περίμενε η απόλυτη διάψευση: τα βιβλία που βραβεύτηκαν στις κατηγορίες του μυθιστορήματος, του δοκιμίου, της ποίησης (δεν σχολιάζω εδώ τα βραβεία παιδικού και εφηβικού βιβλίου διότι δεν τα έχω διαβάσει) είναι βιβλία εξαιρετικά, βιβλία που άφησαν το αποτύπωμά τους στη νεοελληνική λογοτεχνία τη χρονιά που πέρασε, το καθένα για τους δικούς του λόγους: η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της Άλκης Ζέη αναβιώνει μια ολόκληρη εποχή και συνομιλεί δημιουργικά με το αγαπημένο πεζογραφικό της έργο, η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αλέξανδρου ΄Ισαρη μας δίνει την ευκαιρία να εκτιμήσουμε το υποβλητικό κλίμα της ποίησης ενός συγγραφέα που είναι ταυτοχρόνως σημαντικός μεταφραστής και αξιοπρόσεκτος πεζογράφος ενώ, τέλος, η έκδοση των γραμμάτων της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο σε επιμέλεια Χρήστου Δανιήλ, φέρνει στο φως, εκτός από μια συναρπαστική ερωτική σχέση, ενδιαφέρουσες πτυχές της προσωπικότητας δύο μεγάλων μας ποιητών. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει ακόμη, αν και δεν πρόκειται για βραβεία κοινού, η βράβευση, από τους βιβλιοπώλες των καταστημάτων Public, του σπαρακτικά εξομολογητικού  βιβλίου του Αύγουστου Κορτώ ενώ δίκαια έλαβαν βραβεία από επιτροπή (αλήθεια ποιοι την αποτελούσαν;) οι εκδόσεις Πατάκη και Κίχλη.

Ίσως μετά τα αποτελέσματα να γίνεται κατανοητή και η λειτουργικότητα της κατηγορίας «Μεγάλες συγκινήσεις», η οποία μας είχε προκαλέσει απορία για τη χρησιμότητά της, καθώς μπορούσε εκεί ο αναγνώστης να ψηφίσει οποιοδήποτε βιβλίο από όλες τις άλλες κατηγορίες. Στην κατηγορία αυτή βραβεύτηκε ένα μυθιστόρημα της Καίτης Οικονόμου το οποίο ανήκει σ΄ εκείνη τη μεγάλη ομάδα των ευπώλητων μυθιστορημάτων που απευθύνονται σε ένα ορισμένο γυναικείο κοινό. Οι «μεγάλες συγκινήσεις» έδωσαν την ευκαιρία στους ψηφοφόρους να ψηφίσουν ακόμη ένα βιβλίο από οποιαδήποτε κατηγορία και με αυτό τον τρόπο να αποφασίσουν οι ίδιοι ποια επιλογή τους θα καταχωρίσουν στα διακριτά λογοτεχνικά είδη και ποια σ’ αυτή την ευρύχωρη και, εκ των προτέρων, συναισθηματικά φορτισμένη κατηγορία. Το αποτέλεσμα, όπως το καταλαβαίνω εγώ, δικαιώνει την ύπαρξη της κατηγορίας διότι αυτή λειτούργησε ως δικλείδα ασφαλείας, ως βαλβίδα αποσυμπίεσης: οι αναγνώστες είναι σαν να τοποθετούν σε αυτή την κατηγορία βιβλία που τους συγκίνησαν (και γιατί όχι;) φυλάγοντας για τις «κανονικές» κατηγορίες τα βιβλία που θεωρούν αξιόλογα. Προφανώς αυτές είναι υποθέσεις. Τα ηλεκτρονικά αρχεία της διαδικασίας της ψηφοφορίας αποτελούν ένα υλικό το οποίο, αν ερευνούνταν, θα αποκάλυπτε πολλά για την ανάγνωση και τις επιλογές του κοινού.

Το σπουδαιότερο ζήτημα όμως το άφησα για το τέλος. Τι μαθαίνουμε από όλη αυτή τη διαδικασία; Πρώτα πρώτα πρέπει να πάρω πίσω την άποψη που διατύπωσα στο προηγούμενο σημείωμά μου ότι τέτοιες διαδικασίες ψηφοφορίας θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από ένα αξιόπιστο σύστημα μέτρησης των πωλήσεων των βιβλίων. Η αγορά ενός βιβλίου δεν συνεπάγεται ότι το βιβλίο αυτό μας αρέσει και ότι το επιλέγουμε όταν θα χρειαστεί να ψηφίσουμε. Η ψηφοφορία και μάλιστα η ηλεκτρονική, κατόπιν περιήγησης σε όλα τα υποψήφια βιβλία, είναι μια πράξη συνειδητή που προϋποθέτει κάποιο βαθμό (ανα)στοχασμού μετά το τέλος της ανάγνωσης. Το γεγονός ότι η ψηφοφορία ήταν ηλεκτρονική προϋπέθετε επίσης και κάποιο βαθμό ψηφιακού γραμματισμού αλλά και χρόνου που αποφασίζει κανείς να διαθέσει γι αυτή τη δουλειά, άρα, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι στη διαδικασία ενεπλάκησαν συνειδητοί αναγνώστες που είχαν τη βούληση να δείξουν τις προτιμήσεις τους. Εκτίμησαν πιθανώς και το γεγονός ότι δεν υπήρχε επιτροπή προεπιλογής και πειραματίστηκαν. Περιμένουμε με περιέργεια την επόμενη χρονιά για να δούμε αν και κατά πόσον οι υποθέσεις αυτές θα επιβεβαιωθούν ή θα αποδειχθούν απλώς μάταιες προσπάθειες να εξηγήσουν το τυχαίο.

Φασισμός και κλειδαρότρυπα

$
0
0


της Ευγενίας Λουπάκη

πηγή: http://www.koutipandoras.gr


Οι έγκριτοι κοινωνικοί επιστήμονες που αναλύουν το φαινόμενο της ανόδου του νεοφασισμού στη χώρα μας, παρακαλούνται να λάβουν υπόψη τους και τα ακόλουθα:
Το 1987, κάποιος πούλησε σ’ έναν “δημοσιογράφο” γυμνές φωτογραφίες της Δήμητρας Λιάνη, τραβηγμένες σε κάποια παραλία, πολύ πριν αποκτήσει σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο “δημοσιογράφος” αυτός πήγε να τις πουλήσει με τη σειρά του στον Α. Βουδούρη, εκδότη του Ελεύθερου Τύπου και επειδή αυτός φοβήθηκε, τις διοχέτευσε σε σκανδαλοθηρικό γερμανικό περιοδικό. Μόλις το περιοδικό τις δημοσίευσε, ο ίδιος που του τις είχε πασσάρει, παρουσίαζε τον “διεθνή διασυρμό” της χώρας μας, στο περιθωριακό κανάλι που είχε, ξεφυλλίζοντας το περιοδικό.

Αργότερα, ο “δημοσιογράφος” αυτός, έγραψε και βιβλίο με τίτλο “Η Λιάνη στηρίζει την Αλλαγή”, με εξώφυλλο μία απ’ αυτές τις φωτογραφίες, την πιο σκανδαλιστική. Πρόκειται για τον Γιώργο Καρατζαφέρη, μετέπειτα πρόεδρο του ΛΑΟΣ, που έγινε πολιτικός της κεντρικής σκηνής και κυβερνητικός εταίρος, με την αμέριστη συνδρομή των τηλεοπτικών καναλιών, που στελέχη του έγιναν υπουργοί της ΝΔ και της συγκυβέρνησης και που νεκραναστήθηκε πρόσφατα για να ξαναστηρίξει την εθνική προσπάθεια.
Το 1995, η Αυριανή, η εφημερίδα “που γκρέμισε τον καραμανλισμό”  στρίβει διά του συμφέροντος και δημοσιεύει ολοσέλιδη στο πρωτοσέλιδο μία απ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες της Δήμητρας Λιάνη, συν άλλες 21, που ακόμα και σήμερα κυκλοφορούν με αμείωτη “επιτυχία” στο διαδίκτυο. Τίτλος “Αυτή μας κυβερνά”.
Η Αυριανή, το μακρύ χέρι της επίσημης πασοκικής προπαγάνδας, είχε επιτεθεί χυδαία στον Μάνο Χατζιδάκι και στο πλευρό της είχαν ταχθεί κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Πάγκαλος, είχε, λίγο πριν τις εκλογές του 1985, φωτογραφία του Κ. Μητσοτάκη με γερμανική στολή ως συνεργάτη υποτίθεται των ναζί (φωτογραφία που της είχε προμηθεύσει ανώτατο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ), είχε διασπείρει φήμες για ομοφυλοφιλία του Κ. Καραμανλή (του Εθνάρχη, βεβαίως, βεβαίως), είχε ανακαλύψει κότερο του Φλωράκη και είχε συκοφαντήσει με κάθε τρόπο την Αριστερά. Ο καθημερινός φασισμός είχε μπει στη ζωή μας και πουλούσε συχνά περισσότερα φύλλα κι από τα ΝΕΑ. Σήμερα, στηρίζει τον Σαμαρά...

Το 1997 ένας 47χρονος πατέρας από το Αίγιο, αυτοκτονεί λίγα λεπτά πριν από την μετάδοση της τηλεοπτικής εκπομπής του ΑΝΤΕΝΝΑ, “Κεντρί”. Η δαιμόνια ρεπόρτερ και παρουσιάστρια επρόκειτο να βγάλει στον αέρα την καταγγελία ότι βίαζε την δωδεκάχρονη κόρη του. Εκ των υστέρων ο ιατροδικαστής που εξέτασε το παιδί, δεν διαπίστωσε κάτι τέτοιο. Αλλά η κυρία ήθελε επιτυχία. Και την απέκτησε. Ονομάζεται Νατάσα Ράγιου, πολιτεύεται χρόνια με τη ΝΔ και ήταν τώρα υποψήφια ευρωβουλευτής.
Κορυφαίοι του είδους είναι βέβαια οι δύο “δημοσιογράφοι” και “εκδότες” που κάνανε διαφημιστικό για την εφημερίδα τους, στη μπανιέρα. δυο-δυο. Και που μετά γίνανε μαλλια κουβάρια και έφυγε ο Τριανταφυλλόπουλος, αυτός ο αγνός Δον Κιχώτης της δημοσιογραφίας και είπε ότι θα δώσει τα λεφτά που πήρε για να φύγει, στην ΕΣΗΕΑ, για τους χειμαζομένους του κλάδου (βρε τί πάω και θυμάμαι). Αυτός ο ευπατρίδης της είδησης, που εξόντωσε τον Στέφανο Κορκολή, διαπομπεύοντάς τον, με τη δημοσιοποίηση ενός προσωπικού βίντεο, που καμμία παρανομία δεν συνιστούσε. Αυτός που υπέκλεψε και παρουσίαζε σε συνέχειες το προσωπικό ημερολόγιο του Μιχάλη Ασλάνη (αυτοκτόνησε κι αυτός). Κι ο άλλος, ο Θέμος Αναστασιάδης ο διαβόητος “κομιστής”, ενός άλλου ιδιωτικού βίντεο που οδήγησε έναν ακόμη άνθρωπο, τον Δ. Ζαχόπουλο, σε απόπειρα αυτοκτονίας.
Αυτοί οι τύποι, δεν ζουν απλώς ανάμεσά μας. Εξακολουθούν να παίζουν ρόλο. Στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία, στην πολιτική. Γαργαλώντας το πρόθυμο “κοινό”, χαμηλά στην κοιλιά, εκεί που έχει χρόνια να συμβεί ο,τιδήποτε ενδιαφέρον, κάνουν αυτοί περουσίες και οι Ναζί οπαδούς.

Κική Δημουλά: Φθαρτό σώμα, πάσχουσα χώρα

$
0
0


του Γιώργη Γιατρομανωλάκη

πηγή: http://www.tovima.gr


Διαβάζουμε την τελευταία συλλογή της ποιήτριας «Δημόσιος καιρός»

Κική Δημουλά
Δημόσιος καιρός
Εκδόσεις Ικαρος, 2014
σελ. 104, τιμή 12,00 ευρώ

Σύμφωνα με την Κική Δημουλά (όπως έχουμε και άλλοτε επισημάνει), η ποίηση «ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Ενα τίποτε, δηλαδή. Ωστόσο, και σε πείσμα αυτής της δυσαναλογίας, επιμένει, εν πλήρει συνειδήσει, καθώς γνωρίζει ότι, ούτως ή άλλως, δεν διαθέτουμε  και πολλά εφόδια να διαπλεύσουμε τον αγριεμένο ωκεάνιο βίο. Για εκείνη η ποίηση δεν συνιστά φιλοτιμία εμπρός στην ανάγκη ούτε υποκατάστατο ευτυχίας. Είναι κάτι καλύτερο: πράξη αυθάδειας εμπρός στο ήδη τετελεσμένο ή/και στο αναπόφευκτο να συμβεί. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα, είτε τη δυστυχία της προσωπικής ύπαρξης περιγράφει είτε τα πολιτικά και κοινωνικά δεινά, είναι πράξη αισιόδοξη, συνιστά έλλογη αντίσταση προς το Κακό. Αυτό πιστεύω πως διαπράττει χρόνια η Δημουλά: περιγράφει αυθαδώς και ευθαρσώς, εν είδει αυτοβιογραφίας, αυτό το πολύμορφο Κακό, το εσαεί καταποντιζόμενο σώμα, σε μια πάσχουσα χώρα, στους ανάποδους καιρούς που ζούμε. Το κύριο θέμα της είναι η περιγραφή της φθοράς που (ω του θαύματος!) οξύνει τα αισθήματα και ακονίζει τον νου της προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτόν τον παραλογισμό. Ταυτόχρονα μένει πεισματικά αδιάφορη σε κάποιο σωτηριολογικό Επέκεινα. Η Δημουλά είναι μια ποιήτρια που λίγο θέλγεται από ουράνιες προσδοκίες. Ο ουρανός της είναι κανονικός με πολλά σύννεφα, με αστραπές και βροντές αλλά και με ήλιο. Το «Αίφνης» όπως μετονομάζεται, σε κάποιο κείμενό της, η στιγμή του θανάτου, αυτή η «κοσμοφόρα Μεσολάβηση» ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, προβάλλεται ως απελευθέρωση ενός δουλοπάροικου και τίποτε άλλο.

Αυτή λοιπόν την αίσθηση των συνεχών απωλειών έχει ο αναγνώστης του Δημόσιου καιρού, της τελευταίας συλλογής της Κικής Δημουλά, όπως αυτές οι φθορές πιστοποιούνται επάνω στο τραυματισμενο κορμί, το δικό της και της χώρας της. Το σεφερικό επίγραμμα «Φιλοκτήτης» (Νοέμβριος 1949) «τραυματισμένο κορμί, τραυματισμένος ο τόπος, τραυματισμένος ο καιρός» δεν τίθεται απλώς ως προμετωπίδα στο βιβλίο. Ξεκλειδώνει, κατά κάποιον τρόπο, τη συλλογή καθώς δείχνει πως αυτό που περιλαμβάνει  είναι τα εμφανή πεδία μέσα στα οποία ο Φιλοκτήτης/ποιητής του 1949 βιώνει τα εμφύλια τραύματα. Ο σακάτικος σεφερικός καιρός επανεμφανίζεται (μέσα στο ποιητικό ιδιόλεκτο της Δημουλά) ως ένα άλλο εκποιημένο αγαθό της εποχής μας: «Λες να πουλήθηκε και ο ύστατος / καλός μας δημόσιος καιρός / στον βαρύ χειμώνα; / αν και είναι Αύγουστος ακόμα / στα μισά του σχεδόν»(Δημόσιος καιρός).

Ολοι οι ποιητές έχουν, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, ως θέμα τους το σώμα τους (το ιδιωτικό και το δημόσιο) ως αισθητήριο όργανο μνήμης, πόθου, τυραννίας και φθοράς, τη στιγμή που οι «ψυχικές υποθέσεις» μοιάζουν απλή αντανάκλαση των σωματικών δεινών. Ο Καβάφης μάς τα έχει δείξει αυτά πολύ καλά. Η Δημουλά  δαιμονίζεται, με τον δικό της τρόπο, από τη θέαση της πολλαπλής φθοράς και από τον μνησιπήμονα πόνον του ιδίου σώματος που παθαίνει, που συνεχώς εξαρθρώνεται, για να παραδοθεί κάποια στιγμή για επισκευή στο χειρουργείο. Ολα περί το όλον σώμα. Η μνήμη, λ.χ., μιας παλαιάς παράστασης στην Επίδαυρο συνδέεται τώρα με ένα βαρύ σώμα που ανεβαίνει στο θέατρο «λαχανιάζοντας / σα βράχος φορτωμένος / του ασήκωτου χρόνου το βάρος» («Επίδαυρος - Μήδεια»). Τη γοητεύει και τη νευριάζει παράλληλα η εικόνα/μνήμη του σώματός της σε παλαιές φωτογραφίες («Σπασμένα και αυτοφυή», «Φραγή», «Δρακόντεια μέτρα», «Υπεράνω» κ.ά.). Τόσο που κάποια στιγμή  προβαίνει σε έναν ύστατο αυτοακρωτηριασμό που ως μια οιονεί πράξη βουντού «μεταβιβάζεται» σε μια φωτογραφία. «Σκότωσα άνθρωπο / επιτέλους τον ξεφορτώθηκα / με αργό ρυθμό βασανιστηρίων / τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω. / Τον κατακρεούργησα / ψαλίδισα πρώτα το κεφάλι / μετά ξεκοίλιασα τα μάτια (...) Αφησα μόνο τα πόδια / κρεμασμένα σε αναπηρική κορνίζα / για παραδειγματισμό» («Εμμονη ιδέα»). Αυτή η εικόνα του μεταλλαγμένου/παραλλαγμένου σώματος κορυφώνεται με μιαν αναφορά στον νέο, αναπάντεχο εραστή της, έναν βηματοδότη. «Για φαντάσου / ύστατος σύντροφος της επιβίωσής μου, / ένας Βηματοδότης. / Ενωση καθαρά σαρκική. / Μέσα στο στέρνο μου φωλιάζει / ευτυχής που ορίζει την καρδιά μου» («Υπέρ υγείας»).


Θα κλείσουμε το παρόν σημείωμα με μια σύντομη αναφορά στην ποιητική, την τεχνική της Δημουλά, κάτι που προφανώς συνδέεται αμέσως με τη φύση και την ουσία της ποίησής της. Η ποίησή της εκλαμβάνεται συχνά (και αναλόγως προσλαμβάνεται από πολλούς) ως έκφραση κυρίως συναισθηματική. Κοιτάσματα συναισθηματικά υπάρχουν σε όλους τους ποιητές, ακόμη και στους «λογικούς». Συμβαίνει και στη Δημουλά, αυτός όμως ο «έκτυπος», απτός συναισθηματισμός αναπτύσσεται, όπως πιστεύω, επάνω σε μια αυστηρή λογική γραμμή. Δεν πάει στον βρόντο, δεν χάνεται στην απόληξη του ποιήματος. Η ανάπτυξη του συναισθήματος (για να θυμηθούμε τον παλαιό ορισμό) γίνεται με τρόπο λογικό, σχεδόν γεωμετρικό. Αυτό είναι το ένα χαρακτηριστικό της ποίησής της. Το άλλο έχει να κάνει με την απρόβλεπτη, αντιακαδημαϊκή χρήση της γλώσσας, που εγγίζει τα όρια του «ναΐφ» με τις αναπάντεχες παρομοιώσεις, τις μεταφορές, τις μετωνυμίες, τις αλλοπρόσαλλες προσωποποιήσεις  κτλ. Εκει που όλοι λένε «Ω γλυκύ μου έαρ», αυτή λέει «γλυκύ μου έαρ Ω»!

Η Δημουλά δεν γράφει υπερρεαλιστικά, περιγράφει με τρόπο απροσδόκητο το παρά-λογο, τον παραλογισμό. Από εκεί η έκπληξη «Να μαζέψει τη γλώσσα της / η παραπληροφόρηση. / Ορκίζομαι πως δεν ελέχθη / τίποτα Θεέ μου εναντίον σου // εγώ  απλώς και μόνον / είπα / πως η κάθε στιγμή / γεννιέται / από πολύ πρόωρο / χώμα» («Καλοπροαίρετο σχόλιο»). Ενα τελευταίο παράδειγμα από τον Δημόσιο καιρό για να φανεί η λογική στην προβαλλόμενη ως συναισθηματική ποίηση της Δημουλά. «Οταν βρέχει / δεν παίρνω ομπρέλα. / Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι / από το ξεκάθαρο. // Οταν δε βρέχει / όσο κι αν ευτυχεί ο ουρανός / όσο κι αν το πιστεύω // ανοίγω την ομπρέλα μου / δεν είναι  ξεκάθαρη / καιρική συνθήκη η ευτυχία» («Προφυλάξεις»). Το ποίημα προσλαμβάνεται μόνο αν το λογικοποιήσουμε. Μοιάζει «συναισθηματικό», όμως για να συγκινηθούμε οφείλουμε πρώτα να το εννοήσουμε. Υπό την έννοια αυτή τα οιονεί «ναΐφ» και «αφελή» ποιήματα της Δημουλά  είναι ασκήσεις λογικής  κάτω από τον ψευδή μανδύα του συναισθήματος. Είναι η μόνη δυνατή αντίδραση ενός έλλογου όντος απέναντι στον πολλαπλό παραλογισμό που συνεχώς εξαρθρώνει και στρεβλώνει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο καιρό μας. Που θέτει σε κίνδυνο το πολύτιμο σώμα. Το δικό μας και της χώρας.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

Τίτο Τοπέν: «Λιβυκή έξοδος»

$
0
0
ΕΝΑ ΝΟΥΑΡ ΘΡΙΛΛΕΡ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝΤΑΦΙ


Τίτο Τοπέν: Λιβυκή έξοδος

Μετ.: Αργυρώ Μακάρωφ

Αθήνα, Άγρα 2014

264 σελ.
Τιμή: 12,00 ευρώ
ISBN 978-960-505-124-2


Το βιβλίο

«Ο οδηγός του Land Cruiser ρίχνεται στην κυκλοφορία, ανοίγει βίαια ένα πέρασμα ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο. Την προηγουμένη, 
άντρες ζωσμένοι με βαρύ οπλισμό επιτέθηκαν σε τρία λεωφορεία που είχαν σταματήσει στους σηματοδότες, στο κέντρο της πόλης. Λήστεψαν τους επιβάτες, τους περισσότερους με μεγάλη αγριότητα, ένα παιδάκι σκοτώθηκε, μια γυναίκα βρέθηκε στο νοσοκομείο. [...]

«Οι πολιτικοί μάς τρομοκρατούν με σκοπό να τούς παρακαλάμε για να μάς προστατέψουν. Μάς μπολιάζουν με το φόβο της ανεργίας, με το φόβο για το τί βρίσκεται μέσα στο πιάτο μας, το φόβο του αύριο, το φόβο του διπλανού μας, το φόβο του ξένου, το φόβο του σεξ, το φόβο της γρίπης, είτε πρόκειται για την ισπανική είτε για αυτή των πουλερικών είτε για τη μεξικανική, οποιαδήποτε τέλος πάντων απ’ τη στιγμή που προέρχεται από αλλού. Και κυρίως μας εμποτίζουν από το φόβο του Άραβα. Και όταν συμβαίνει να χαιρόμαστε για έναν λαό όπως τον δικό σας, δεσποινίς, που απελευθερώνεται από τον δικτάτορά του, όπως ακριβώς κάνετε εσείς αυτή τη στιγμή με αξιοθαύμαστο τρόπο, τότε μας προτάσσουν το φόβο της μαζικής μετανάστευσης...»

 
Μέσα στη δίνη του λιβυκού εμφυλίου πολέμου και τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών αεροπλάνων της Δύσης κατά την πτώση του Καντάφι, διαδραματίζεται η φανταστική οδύσσεια μιας ομάδας φυγάδων που διασχίζουν το καμίνι της ερήμου, στην προσπάθεια να φτάσουν στην Τρίπολη και στη σωτηρία. Στο Land Cruiser επιβαίνουν τυχοδιώκτες, ένας Άγγλος αλκοολικός κυνικός γιατρός, ένας Γάλλος πιλότος που καταρρίφθηκε το αεροπλάνο του, Αφρικανοί από γειτονικές χώρες και δυο νέες Λίβυες – μια ηθοποιός και μια νοσοκόμα–, που η μοίρα τους έφερε στο παλάτι του δικτάτορα. Πιο καυστικός και σκληρός από κάθε άλλη φορά, ο Τίτο Τοπέν γράφει για την Βόρεια Αφρική την οποία γνωρίζει καλά.

 

Ο συγγραφέας

O TITO ΤΟΠΕΝ γεννήθηκε το 1932 στην Καζαμπλάνκα. Αφού δημιούργησε τη δική του διαφημιστική εταιρεία στα εικοσιένα του χρόνια, κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό τον Αύγουστο του 1955 μετά τα τραγικά γεγονότα του Oued-Zem. Ο Τίτο Τοπέν έσπασε δυο φορές τις γραμμές της τάξης του και γι αυτό εξέτισε τρίμηνη φυλάκιση, από τους έξι μήνες που ήταν συνολικά η θητεία του. Αποστρατεύτηκε στις αρχές του 1956 και μετανάστευσε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στα τέλη του 1966, όπου εργάστηκε ως εικονογράφος για διάφορες διαφημιστικές καμπάνιες, σχεδίασε κόμικς, έφτιαξε ζενερίκ και αφίσες κινηματογραφικών ταινιών. Με τον Jean Yanne, δημιουγεί τους τρελούς φακέλους B.I.D.E. Bureau d’Investigations pour la Défence des Espèces – Γραφείο Ερευνών για την Υπεράσπιση των Ειδών.

Ο Τίτο Τοπέν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1982. Θα ακολουθήσει μια σειρά είκοσι ιστοριών μυστηρίου με ύφος νουάρ λογοτεχνίας. Η γλώσσα του είναι πάντα ρυθμική, διεισδυτική και σχεδόν κινηματογραφική, πάντα γεμάτη χιούμορ: «Τα μυθιστορήματά μου είναι αποτέλεσμα κακών διαβασμάτων, πολύωρων συζητήσεων υπό την επήρεια αλκοόλ και μεγάλης οδύνης».
Το 1989 δημιούργησε τον διάσημο χαρακτήρα Navarro, ήρωα μιας από τις πιο δημοφιλείς τα τελευταία τριάντα χρόνια αστυνομικής σειράς. Είναι υπεύθυνος για το σενάριο, τους διαλόγους και τη διεύθυνση 108 ενενηντάλεπτων επεισοδίων της μέχρι το 2005.
Το 2011 υπογράφει δύο νέα μυθιστορήματα, Des rats et des HommesLes enfants perdus de Casablanca και επανεκδίδει τα κόμικς του σε έναν συγκεντρωτικό τόμο σαράντα χρόνια μετά την πρώτη τους δημοσίευση. Το 2012 κυκλοφόρησε το Tout le monde il est beau, tout le monde il est Jean Yanne.

Ένα φρέσκο «Εντευκτήριο»

$
0
0
πηγή: http://www.makthes.gr


Ένα σύνολο ενδιαφερόντων κειμένων περιλαμβάνει το νέο τεύχος του περιοδικού “Εντευκτήριο”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις ομώνυμες εκδόσεις.


Το τεύχος 104 (Ιανουάριος - Μάρτιος 2014) διανθίζεται από ελληνική και ξένη ποίηση σε συνδυασμό με πεζογραφικά κείμενα και άρθρα. Επιπλέον οι αναγνώστες έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν σειρά από κριτικές, παρουσιάσεις βιβλίων και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Το νέο τεύχος “εγκαινιάζεται” με την “κοφτή, ασθματική και γεμάτη νοηματικούς διασκελισμούς” ποίηση της Αντιγόνης Κατσαδήμα, ποίηση που μάλιστα δεν έχει εκδοθεί ακόμη σε βιβλίο. Όπως φαίνεται, το περιοδικό συνεχίζει στο ύφος που γνωρίσαμε και στο προηγούμενο τεύχος, με ποίηση ανεκδότων αλλά και δίνοντας ευκαιρίες σε νέους δημιουργούς. Παρ’ όλα αυτά στο τεύχος δημοσιεύεται και σειρά από ποιήματα καταξιωμένων ποιητών, όπως είναι η Βισουάβα Σιμπόρσκα, η οποία έχει βραβευτεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Επιπλέον περιλαμβάνονται και ποιήματα των Μάνου Ελευθερίου, Παυλίνας Μάρβιν, Χρήστου Σιορίκη, Λευτέρη Βασιλόπουλου, Γιώργου Λίλλη, Πιερλουίτζι Καπέλο και άλλων πολλών σημαντικών δημιουργών. Τρία διηγήματα του βούλγαρου πεζογράφου Τόντορ Τόντοροβ αλλά και πολλά άλλα σημαντικά πεζά ξένων και ελλήνων δημιουργών προσφέρονται μεταφρασμένα.




Ζωγραφική του Ντίνου Πετράτου, από την εικονογράφηση του τεύχους

Στην ενότητα της λογοτεχνίας συναντούμε έργα του Ντίνου Πετράτου, μάλιστα έργο του διακοσμεί το εξώφυλλο του νέου αυτού τεύχους. Ένα σημερινό εφιαλτικό πορτρέτο της Ινδίας από τη Βάνα Χαραλαμπίδου αλλά και το βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη με τίτλο “360” μέσα από τα μάτια του Αριστοτέλη Σαΐνη προσθέτουν το δικό τους στίγμα. 




Στη συνέχεια ο αναγνώστης μαθαίνει ποιες είναι οι δυσκολίες να μεταφράζει κανείς Μπολάνιο από τη Νατάσα Γουίμερ. Παράλληλα γνωρίζουμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και την Κατερίνα Νούκα μέσα από τα κείμενα των Θωμά Λιναρά και Αρχοντούλας Διαβάτη αντίστοιχα, ενώ διαβάζουμε κριτικές από τη Ζωή Βερβεροπούλου για τις παραστάσεις “Θεατρικών Συναντήσεων Καλαμαριάς”.
Τις κριτικές βιβλίων υπογράφει ομάδα σημαντικών κριτικών, όπως ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο Γιώργος Συμπάρδης και πολλοί άλλοι. Ανάμεσα στα υπόλοιπα έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε τις κριτικές του Βασίλη Αμανατίδη για τα ποιητικά βιβλία της Όλγας Παπακώστα, του George Le Nonce και του Γιώργου Πρεβερουράδη. Η στήλη “Βιβλία στο κομοδίνο” συμπληρώνεται από τα σχόλια του Γιώργου Κορδομενίδη για τις πρόσφατες εκδόσεις. 






Φωτογραφίες της Κατερίνας Νούκα, από την Camera Obscura του τεύχους

Τέλος το ειδικό τετράχρωμο ένθετο, η Camera Obscura, που περιλαμβάνει δεκαέξι σελίδες αφιερωμένες στην καλλιτεχνική φωτογραφία, αυτή τη φορά παρουσιάζει έργα της Κατερίνας Νούκα με τίτλο “Αδιόρατα σταυροδρόμια”.

Καλοκαιρινές σελίδες λογοτεχνίας

$
0
0








Μικρά λογοτεχνικά «διαμάντια» βρίσκει κανείς στις σελίδες του 104ου τεύχους του «Εντευκτηρίου», που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Ποίηση, πεζό, διήσημα, δοκίμιο, κριτική, φωτογραφία διεκδικούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο Χαρούκι Μουρακάμι καλεί τους αναγνώστες σε μία βόλτα στο Κόμπε, ενώ η Βάνα Χαραλαμπίδου γράφει για την Ινδία, μία χώρα που μόνοn ένας Δυτικός θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με γραφικότητα, όπως χαρακτηριστικά καταλήγει η ίδια.
Ο Βούγαρος συγγραφέας Τοντόρ Τοντόροβ παρουσιάζεται από τη Ζντράβκα Μιχάλοβα, η οποία και μεταφράζει τρία πεζά του. Αντίστοιχα, τις «Περιπλανήσεις» της Σερβίδας Γιελένα Λένγκολντ απέδωσε στα ελληνικά η Ισμήνη Ραντούλοβιτς, ενώ ο Θωμάς Λινάρας γράφει για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Την ενότητα της λογοτεχνίας στο τεύχος αυτό, όπως και το εξώφυλλό του, κοσμούν έργα του Ντίνου Πετράτου, για τη δουλειά του οποίου ο Γιάννης Βαρβέρης είχε γράψει: «Οι αρχαιοπρεπείς κεφαλές του Ντίνου Πετράτου διαθέτουν το ψύχος του ακινητοποιημένου ιστορικού χρόνου. Πρόκειται για ένα ψύχος νομιζόμενο, αφού με την αισθητική και την αυστηρότητά του διεμβολίζει το παχύρρευστο σήμερα και του διδάσκει τη ραδινότητα των αρχαίων μορφών».


Έργο του Ντίνου Πετράτου, από την εικονογράφηση του τεύχους

Η Camera Obscura, το ειδικό τετράχρωμο ένθετο 16 σελίδων για την καλλιτεχνική φωτογραφία, παρουσιάζει έργα της Κατερίνας Νούκα, υπό το γενικό τίτλο «Αδιόρατα σταυροδρόμια», για τα οποία γράφει, μεταξύ άλλων, ο Ηρακλής Παπαϊωάννου: «[…] Η διαπραγμάτευση του εσωτερικού χώρου καλεί εδώ τα πράγματα, στη λιγοστή ώρα της μέρας που το φως από το παράθυρο της κουζίνας πλάθει τη μικρή αυτή δραματική σκηνή, να μετεωριστούν στην κόψη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, χαρίζοντας στις φωτογραφίες μια διάσταση υπόγεια αυτοβιογραφική και ευρύτερα υπαρξιακή. Ως μικροτοπία αναδύονται τελικά από μια περιοχή που η Κατερίνα γνώρισε καλά: τη σπουδή στην ταπεινότητα και την άσκηση στο ελάχιστο [...]».



Φωτογραφίες της Κατερίνας Νούκα


Ακόμη, πολλοί σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων υπογράφουν τις βιβλιοκρισίες του τεύχους.

Οι γυναίκες του Μπλοκ 10: Ιατρικά πειράματα στο Άουσβιτς

$
0
0


Διάλεξη στο Γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε / Θεσσαλονίκη
Βασ. Όλγας 66

Στα γερμανικά με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά

Είσοδος ελεύθερη

Το Μπλοκ 10 ήταν ένα κτίριο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, όπου γίνονταν ιατρικά πειράματα σε γυναίκες από εγκληματίες γιατρούς. Τα θύματα ήταν τουλάχιστον 800 Εβραίες από διάφορες χώρες της Ευρώπης, οι οποίες μεταφέρθηκαν σε αυτό το κτίριο το 1943 και το 1944. Περίπου 300 από αυτές επέζησαν από το Άουσβιτς και τις πορείες θανάτου που ακολούθησαν.


Ο καθηγητής Χανς-Γιοάχιμ Λανγκ θα παρουσιάσει τα αποτελέσματα των ερευνών του που δημοσιεύτηκαν το 2011 και θα δείξει φωτογραφίες από τον εσωτερικό χώρο του κτιρίου, στον οποίο δεν υπάρχει πρόσβαση για το κοινό. Στο επίκεντρο της παρουσίασής του βρίσκονται τα ιατρικά πειράματα και οι συνθήκες ζωής στο Μπλοκ από την προοπτική των γυναικών που ήταν εκεί. Θα αναφερθεί σε λεπτομέρειες σχετικά με την καταγωγή των θυμάτων, καθώς και σχετικά με τις συνέπειες που είχαν για αυτές ο εγκλεισμός και οι ιατρικές επεμβάσεις. Ανάμεσα στις κρατούμενες στο Μπλοκ 10 ήταν πάνω από 100 Εβραίες από τη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότερες από αυτές έφτασαν στο Άουσβιτς με την 9η μεταφορά στις 17 Απριλίου 1943, το Σαμπάτ Α΄ Γκαντόλ, το Μεγάλο Σάββατο πριν το Πάσχα.



Ο Χανς-Γιοάχιμ Λανγκ γεννήθηκε στην πόλη Σπάιερ το 1951, σπούδασε και εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης. 
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε ημερήσια εφημερίδα, ως πανεπιστημιακός καθηγητής, δημοσίευσε βιβλία και άρθρα για το Άουσβιτς. 
Τιμήθηκε με το βραβείο Wächterpreis του Γερμανικού Ημερήσιου Τύπου, το Βραβείο του Ιδρύματος Άουσβιτς στις Βρυξέλλες, το Μετάλλιο Λέοπολντ-Φουξ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης.

Γιώργος Ιωάννου: «Αν είχα γάτα»

$
0
0


[από τη σελίδα του ποιητή Θάνου Σταθόπουλου στο Facebook]

Αν είχα γάτα και ήταν γκαστρωμένη, τουλάχιστο θα έτρεφα ελπίδα πως κάποτε θα γεννήσει και θα μου κάνει όμορφα γατάκια. Αλλά δεν έχω γάτα, δεν έχω τέτοια ελπίδα, τρομοκρατεί τα στείρα καναρίνια, που απ'αυτά ωστόσο έχω.
Αν είχα ποντικούς, θα έπαιρνα μια γάτα, μα ούτε και ποντίκια έχω, για να δικαιολογείται η γάτα, η τρίχα της παντού, τα καναρίνια άλαλα, με τρόμο ανείπωτο στα δυο τους μάτια.
Αν είχα καναρίνια και ποντίκια όχι, δεν θα 'παιρνα τη γάτα, δεν θα υπήρχε λόγος να υποφέρω τη βρωμιά της, για τόσο λιγοστή χαρά κι ελπίδα. Και κάνω τούτο ακριβώς, δεν έχω γάτα. Έχω μονάχα καναρίνια, ευγενικά πουλιά, χωρίς σχεδόν προβλήματα, κατάλληλα για τις γεροντοκόρες.
Αν ήμουνα γεροντοκόρη, τουλάχιστο θα είχα αυταπάτες, βλέμματα ειρωνείας ή κακίας των βολεμένων απ'τη φύση ή την τύχη, που εγώ θα τα 'παιρνα για θαυμασμού προκλήσεις και θα 'τρεφα συνέχεια ελπίδες. Αλλά δεν είμαι ούτε και γεροντοκόρη, και ούτε καν παράξενος, για να γυρίσουνε να με κοιτάξουν.
Αν με κοιτάζαν, δεν αποκλείεται να έτρεφα ελπίδες, θα πέρναγα αποκει να με ξανακοιτάξουν, θα έλεγα ας περιμένω και την άλλη μέρα, ίσως το κοίταγμα να γίνει λόγος. Όμως τα βλέμματα έχουν από χρόνια καταπέσει, θαρρείς και είμαι διάφανος, με διαπερνούνε.
Όμως εγώ θα γίνω γκαστρωμένη γάτα, για ν'αραδιάσω όμορφα γατάκια, που θα τους φέρουνε παιχνίδι και ελπίδα. Θα γίνω ποντικός, για να με κυνηγά η γάτα, να διασκεδάζει κι αυτή και τα γατάκια, να με φάει. Θα γίνω γατοκούραδο, θα γίνω γάτας τρίχα, θα γίνω καναρίνι, που θα απασχολεί το νου και τη ματιά αυτής της γάτας.
Θα γίνω μια μουστακαλού γεροντοκόρη, που όλο και θα ξεγελάει κανέναν καυλωμένο. Θα γίνω ένας καυλωμένος, που δεν θα ξέρει σε ποια τρύπα να τη χώσει.
Θα γίνω εγώ μια τρύπα και θα πέσω μέσα, θα μπούνε κι άλλοι μέσα, όσοι μ'έχουν συντροφέψει.Θα γίνει επιτέλους η συγχώνευση των πάντων, θα βρούμε επιτέλους τη γαλήνη, στο απόρθητο χαράκωμα του τέλους.
Αυτό είναι μια βάσιμη ελπίδα.


[Φυλλάδιο 3-4, (1978-1979) και στο βιβλίο του «Καταπακτή»]

Άγνωστο [;] «Βιογραφικό σε πρώτο πρόσωπο» του Μάνου Χατζιδάκι

$
0
0


πηγή: http://news.in.gr

Μελβούρνη, Αυστραλία
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, και άγνωστο σε πολλούς, κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι, που γράφτηκε το 1980 στη Μελβούρνη, δημοσιεύει η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος. Πρόκειται για το άρθρο «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό», το οποίο δημοσιεύεται με την ευκαιρία της συμπλήρωσης, στις 15 Ιουνίου, 20 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, διανοούμενου και ποιητή.
Αυτούσιο το κείμενο αυτό έχει ως εξής:
«Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ‘25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.
» Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ‘31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία -όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
»Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.
»Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
»Ταξίδεψα πολύ. Κ’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.
»Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια -δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής- μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.
»To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τριάμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.
»Εξόφλησα τα χρέη μου το ‘72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τριάμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
»Κι’ έτσι απ’ το ‘75 αρχίζει μια διάσημη 'εποχή μου'που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε ή υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσημο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω 'ακριβές καφενειακές ιδέες'πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν 'κατά κράτος'. Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.
»Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:
»Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.
»Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.
»Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω 'εις τον διάβολον' -πού λένε- κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.
»Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα,
τους εύκολα 'επώνυμους'πολιτικούς και καλλιτέχνες,
τους εφησυχασμένους συνομήλικους,
την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία
την πάσα λογής χυδαιότητα
καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.
»Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη 'υψηλού πάθους'. Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σημείωση του Εντευκτηρίου: Το βιογραφικό αυτό του Μ.Χ. δεν είναι καθόλου άγνωστο, ωστόσο αναδημοσιεύεται και λόγω της επικαιρότητας (20 χρόνια από τον θάνατό του) αλλά και επειδή οι ιδέες που εκφράζει εξακολουθούν να έχουν ενδιαφέρον και να ισχύουν και σήμερα.

Δηλητηριώδη παράσιτα σε κοινωνικά ερείπια

$
0
0


του Νίκου Γ. Ξυδάκη

πηγή: https://vlemma.wordpress.com


H δήλωση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη για τον επιχειρούμενο εκβιασμό του με αφορμή την ιδιωτική του ζωή προκάλεσε κινήσεις συμπαράστασης ποικίλης προελεύσεως, κυρίως επειδή μια τέτοια απειλή δεν στρέφεται εναντίον ενός μεμονωμένου συμπολίτη ή ενός δημοσίου προσώπου, αλλά εναντίον όλων. Η συζήτηση που ξεδιπλώνεται αφορά πλέον το όριο μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, αφορά το όριο μεταξύ πολιτικής ηθικής και κανιβαλικής ηθικολογίας, αφορά έναν συγκεκριμένο τρόπο επιτήρησης και τρομοκράτησης μέσω της πληθωρισμένης νοσηρής δημοσιότητας, αφορά εντέλει την ουσία και τους όρους λειτουργίας της δημοκρατίας.
Δυστυχώς, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης γίναμε μάρτυρες αρκετών περιπτώσεων ανθρωποφαγίας και ωμών εκβιασμών εν ονόματι πάντα της δημοσιότητας, δηλαδή της διασποράς ηδονοβλεπτικών ωμοτήτων προς βρώσιν του χαχανίζοντος κοινού. Κατ’ ουσίαν όμως οι λεγόμενες αποκαλύψεις και οι επιθέσεις κατά προσώπων συνέβαιναν για προσπορισμό κέρδους, έμμεσου ή άμεσου. Είναι περιττό να αναφερθούμε στις γνωστές θλιβερές περιπτώσεις φωτογραφιών, φημολογιών, ιταμών επιθέσεων, με αφετηρία πάντα την κρεβατοκάμαρα. Δράστες, άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται δημοσιογράφοι, εκδότες, αυτόκλητοι Ρομπέν των δασών και Ζορρό.
Μας έπνιξαν. Και συνεχίζουν να μας βουλιάζουν. Γιατί τους ανεχθήκαμε. Και γιατί μερικοί, όμοιοι τους, τους προστάτευσαν για να τους χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Ιδιοι τότε και τώρα και πάντα. Να τι γράφαμε τον Ιανουάριο του 2008 για μια ανάλογη υπόθεση, την υπόθεση Ζαχόπουλου:
«Κι όμως, τους περισσότερους από τους θλιβερούς πρωταγωνιστές της κρίσης, της σημερινής και κάθε πρόσφατης, τους ξέρουμε. Γνωρίζουμε το ποιόν τους, την ηθική αντοχή τους, τη συμπεριφορά τους. Ξέρουμε τι τσακάλια κρύβονται πίσω από τις μάσκες Ζορρό, τι ύαινες υποδύονται τους Ρομπέν των Δασών, πόσο εξωνημένοι και διαβλητοί είναι οι νεοκυνικοί καραγκιόζηδες, οι δήθεν διασκεδαστές, ξέρουμε πόσο ανίκανοι και φουκαράδες, πόσο ευάλωτοι και πεινασμένοι, είναι οι κάθε λογής αξιωματούχοι. Τους γνωρίζουμε.
»Και δυστυχώς τους έχουμε ανεχθεί. Πάνω στη ράχη της ανοχής μας, της αιδήμονος ή και οργίλης σιωπής μας, οι άθλιοι απέκτησαν πλούτο, φήμη, δύναμη. Τους ανέχθηκαν δικαστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πιεζόμενοι, εκβιαζόμενοι, κολακευόμενοι, ή απλώς αδιαφορούντες. Και η ζούγκλα θέριεψε, κατέλαβε όλο τον διαθέσιμο χώρο, η λοιδωρία αδυνάμων βαφτίστηκε σάτιρα, τα πορνοανέκδοτα βαφτίστηκαν χιούμορ, το κράξιμο βαφτίστηκε κριτική, τα πτώματα και οι κρεβατοκάμαρες έγιναν πρωτοσέλιδα και πρωτοβίντεο, ο κανιβαλισμός έγινε επάγγελμα.
»Τα βλέπαμε όλα αυτά. Τα ξέραμε. Τους ξέραμε. Και αυτοί έθαλλαν θρασείς, λειτουργοί των Αγίων Μέσων, μες στην καχεκτική δημοκρατία των επικοινωνιών και του cool σχετικισμού.
»Ομως η ξεφτίλα δεν αυτορρυθμίζεται, δεν φρενάρει από μόνη της. Το ψέμα διαστέλλεται διαρκώς, αυτοτροφοδείται, γίνεται θέαμα καυτό για το πλήθος των ανδράποδων: παρακολουθούμε ηδονικά τη βύθισή μας. Εως το σημείο πνιγμού.» (Στη ράχη της ανοχής, 19.01.2008)
Ελπίζαμε τότε ότι η πολιτική κοινωνία θα νικούσε μακροπρόθεσμα· ότι θα κέρδιζε την ύπαρξή της στον μη βιασμένο, τον βαθύ χρόνο της πολιτικής και της ιστορίας· ότι δεν θα άφηνε να την δυναστεύει ο εκβιαστής, ο υποκριτής, ο ανθρωποφάγος. Δεν ήρθε αυτή η ώρα. Τα δηλητηριώδη παράσιτα θεριεύουν πάλι, μέσα σε πολιτικά και κοινωνικά ερείπια. Ελπίζω να βρούμε το συλλογικό σθένος, την πυγμή και τη νηφαλιότητα για να τα ξεριζώσουμε, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για όσο χρειάζεται να σηκωθούμε στα πόδια μας αξιοπρεπείς και ελεύθεροι. Ας αρχίσουμε από κάπου.

[Έξω από τον εαυτό μας, όσο πιο μακριά από τον καιρό μας]

$
0
0


του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη

από τη σελίδα του στο Facebook

Έξω από τον εαυτό μας, όσο πιο μακριά από τον καιρό μας.
Από τη δυσάρεστη αίσθηση πως είναι κανείς μονίμως στο λάθος μέρος έως στην ακόρεστη επιθυμία να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά, μεσολαβεί ακριβώς μια συνηθισμένη ζωή.
Και δεν είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε. Ποτέ δεν ήμαστε, δεν είμαστε ούτε τώρα, παρότι ο ευδαιμονισμός των προηγούμενων χρόνων αποδείχθηκε χίμαιρα.
Οι πιο τυχεροί, όσο ακόμη μπορούν, εξαργυρώνουν αγορασμένο ρομαντικό χρόνο, εξαιρώντας εν μέρει τον εαυτό τους από τις ευθύνες του πραγματικού βίου.
Οι λιγότερο ευνοημένοι πάλι, αν και με δυσκολία κρατούν το κεφάλι έξω απ’ το νερό, αποδεικνύονται ως επί των πλείστων εξίσου μεταφυσικοί. Επιπλέοντας μεταξύ αυτολύπησης και τυφλού μένους για όποιον μοιάζει λιγότερο μουσκίδι από τους ίδιους, φέρονται σαν να περιμένουν να φτάσει η στιγμή που θα βουλιάξουμε όλοι. 
Η δυσαρέσκεια, τούτος ο αυτοάνοσος συλλογικός περισπασμός όσων επένδυσαν εμμονικά στην υπεροχή τους έναντι των πολλών και εκείνων που δεν διανοήθηκαν ποτέ να αποσπαστούν από το σωρό, καταλήγουν πια στην ίδια αδιέξοδη παραδοχή: η πραγματικότητα παραείναι χάλια για να δοκιμάσει να την αλλάξει κανείς. 
Και επιμένουμε να μη βλέπουμε πως η κοινωνία μας από κοινωνία των 2/3 στις «καλές» εποχές, βρίσκεται κιόλας στην κατάσταση του 1/3 και οδεύει ολοταχώς προς μια κοινωνία του 1/5. Αυτό συμβαίνει στις «υπανάπτυκτες μη δημοκρατικές χώρες», έτσι πιθανότατα θα γίνει και εδώ.
Κάπως έτσι, εννιά στους δέκα που μιλούμε για «ταχύ εκφασισμό» της ελληνικής κοινωνίας και βρίσκουμε ανεπίτρεπτο να εκβιάζεται από έναν σεσημασμένο μιντιακό εκτελεστή ένας άνθρωπος νέος και δυνητικά χρήσιμος για το κοινό συμφέρον όπως ο Γαβριήλ Σακελαρίδης, ξεχνούμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της λεκτικής βίας, του σεξισμού και κάθε είδους αποκλεισμού στο όνομα του δυνατότερου, που ρύθμιζαν ανέκαθεν τον δημόσιο βίο μας. 
Κάπως έτσι, εννιά στους δέκα απ’ όσους θεωρούμε κρετίνους όσους χάλασαν πριν μερικές δεκαετίες την παλιά Αθήνα και τις άλλες πόλεις, χάριν της «προόδου», κλείνουμε τα μάτια σ’ αυτό που ετοιμάζεται να συμβεί αύριο με τους αιγιαλούς στο όνομα της «ανάπτυξης». 
Κάπως έτσι, εννιά στους δέκα απ’ όσους θεωρούμε αποτρόπαιο ό,τι συμβαίνει με τα ανήλικα εκδιδόμενα κορίτσια στη Βραζιλία του Μουντιάλ και τους παρόμοιους προορισμούς σεξουαλικού τουρισμού, δεν θέλουμε να ξέρουμε πως ο στοματικός έρωτας στο πεδίο του Άρεως με ένα ανήλικο αγόρι από το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές ή το Πακιστάν κοστίζει ακριβώς δύο ευρώ αυτές τις μέρες.
Κάπως έτσι, εννιά στους δέκα από όσους θλιβόμαστε βλέποντας ανθρώπους να ψάχνουν για φαγητό στα σκουπίδια δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό εκτός απ’ το να λυπούμαστε συνεχίζοντας να παχαίνουμε ώσπου να φράξουν εντελώς οι αρτηρίες μας.
Κάπως έτσι, εννιά στους δέκα απ’ όσους ανατριχιάζουμε με τις σκηνές βίας στην Τουρκία, στη Βραζιλία, την Ουκρανία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ, κάνουμε πως δεν βλέπουμε πως και η δική μας κυβέρνηση έπαψε από καιρό να πιστεύει στο διάλογο και μετέρχεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο συχνά πρακτικές των πιο βίαιων καθεστώτων. Η αντιμετώπιση των απολυμένων καθαριστριών του ΥΠΟΚ αν και δικαστικά δικαιωμένες, αυτό μαρτυρά. 
Κάπως έτσι εννιά στους δέκα απ’ όσους συμφωνούμε πως δεν μπορεί μια δημοκρατική και πολιτισμένη χώρα να διατηρεί στρατόπεδα-κολαστήρια κράτησης για άτυχους πρόσφυγες που έτυχε να καταφύγουν στα μέρη μας, ξεχνούμε διαρκώς την ύπαρξη τους.
Κάπως έτσι εννιά στους δέκα από εμάς με παιδιά που έδιναν πανελλήνιες αυτές τις μέρες αν και πιθανότατα φοράμε (ή φορούσαμε έως πρόσφατα) ρούχα σιδερωμένα από πτυχιούχους Πανεπιστημίου των Τιράνων, της Σόφιας του Βουκουρεστίου ή του Κιέβου, δεν εννοούμε να καταλάβουμε πως η Ιστορία είναι γεμάτη γωνίες και πως αυτός που φαντάζει σήμερα νικητής αύριο μπορεί να είναι απ’ τους χαμένους.
Και κάπως έτσι οι περισσότεροι από εμάς θα συνεχίσουμε να ζούμε «ερήμην», όμηροι της ισόβιας δυσαρέσκειας μας πως αφού δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε όλα με τη μία, ας τα αφήσουμε ως έχουν.
Ασφαλώς και από τη δυσάρεστη αίσθηση πως είναι κανείς μονίμως στο λάθος μέρος έως στην ακόρεστη επιθυμία να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά, μεσολαβεί ακριβώς μια συνηθισμένη ζωή. Μα είναι όμως αυτός λόγος να ζήσουμε εκτός από συνηθισμένα και χωρίς στοιχειώδη αξιοπρέπεια;


[ Το έργο στη φωτογραφία είναι του αγαπημένου Valerio Adami ]

Keigo Higashino: «Η αφοσίωση του υπόπτου Χ»

$
0
0
του Αντώνη Γκόλτσου

πηγή: http://crimefictionclubgr.wordpress.com

 Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αστυνομικός μύθος, όταν ο δράστης αποκαλύπτεται -ανεπιφύλακτα, έως ανερυθρίαστα- από τις πρώτες, κιόλας, σελίδες;  Και -σε όρους “σασπένς”- πόσο αποδεκτό είναι, αυτό που ο παραδοσιακός αναγνώστης του “αστυνομικού” ονομάζει “κορύφωση” ή “κάθαρση”, να μην συναρτάται με τη σύλληψη ή την αυτοκτονία ή, έστω, με την à la Highsmith ατιμωρησία του ενόχου, αλλά με την εθελούσια, έως “εθελοντική”, ομολογία του;

Ο Γιαπωνέζος Keigo Higashino [1] συγγραφικό αστέρι στην πατρίδα του, ανατρέπει τον καθιερωμένο αστυνομικό ειρμό, μετακυλίοντας το ερώτημα, από το παραδοσιακό whodunit ή το whydidit ή, έστω, το howdidit, αναδεικνύοντας έτσι το πρότυπο των πανάρχαιων κινεζικών “αστυνομικών” ιστοριών, όπου δράστης και φόνος είναι γνωστοί εξ αρχής και ο αναγνώστης εγκαταλείπεται στην πρόκληση των αλλεπάλληλων μαιάνδρων της γραφειοκρατίας και των αναρίθμητων προσώπων, που θα οδηγήσουν στην απόδειξη της ενοχής [2].

Με τη διαφορά ότι, στην “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”, ο Higashino στριμώχνει εαυτόν ακόμη περισσότερο, υποκαθιστώντας τους πιο πάνω μαιάνδρους, με αυτούς επάλληλων παιχνιδιών του μυαλού [3]. Όχι, βέβαια, του οποιουδήποτε μυαλού! Αλλά, αυτών του “Βούδα”  Τετσούγια Ισιγκάμι (ο “Ύποπτος Χ”) και του “Ντετέκτιβ Γαλιλαίο” Μαναμπού Γιουκάβα[4]. Και όπου οι δύο ιδιοφυείς, ιδιοφυΐα μαθηματική, ο πρώτος, ιδιοφυής φυσικός, ο δεύτερος, θα αποδυθούν σε μία μονομαχία όπου τα χτυπήματα των σπαθιών θα ακούγονται σε ημιτόνια και ο θρίαμβος θα εκφυλίζεται σε μάσκα οδύνης.

Εάν δεν ήταν εξαιρετικά επιτυχημένος γραφιάς, ο Higashino θα πρωταγωνιστούσε στη διεθνή σκακιστική αρένα. Οι χαρακτήρες του, σχεδόν όλοι μεγάλα τεμάχια και ελάχιστα πιόνια, αμύνονται ή επιτίθενται δαιμονικά, με τη “Μαύρη Βασίλισσα” Ισιγκάμι και τη “Λευκή Βασίλισσα” Γιουκάβα να προεξάρχουν στη μάχη. Όπου Μαύρος Βασιλιάς, η Αφοσίωση και Λευκός Βασιλιάς, η Φιλία. Και φαντασθείτε μία μάχη sotto voce, σε έκτο υποθετικό λόγο. Και με μία κρίσιμη απόκλιση από τους σκακιστικούς κανόνες· όπου εκεί, τουλάχιστον, έχουμε έναν νικητή, ενώ, στην εκδοχή Higashino, μόνο χαμένους…

Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” παρουσιάζει ενδιαφέρον και από την άποψη της κατηγοριοποίησης. Με εξαίρεση την εμπλοκή του στοιχείου  “κινητό τηλέφωνο”, το βιβλίο θα μπορούσε να είχε γραφεί από τον όποιο αστυνομικό συγγραφέα, να εκτυλίσσεται στην όποια πόλη, την όποια εποχή, εντασσόμενο στην όποια “σχολή” αστυνομικής γραφής. Ο Χολμς θα μπορούσε άνετα να μπει στα παπούτσια του Γιουκάβα, το ίδιο και ο Πουαρό ή ακόμα και ο Μαιγκρέ. Αλλά και η υπόθεση και οι λιγοστές, αλλά εξαιρετικά έντονες σκηνές βίας, θα μπορούσαν, εξ ίσου άνετα, να κατηγοριοποιήσουν το βιβλίο στα hardboiled. Έχουμε, εδώ, μία διαχρονική “αστυνομική” γραφή-απόδειξη ότι η ποιοτική γραφή δεν επείγεται για την όποια καταχώρηση.

Και μία παρατήρηση, πριν ξεκινήσουμε τον περίπλου του “Υπόπτου Χ:
Το βιβλίο δεν είναι “εύκολο”. Η επικοινωνία των δύο πρωταγωνιστών είναι σε ήχο πλάγιο. Αυτό που, για τον οποιονδήποτε, συνιστά μία καθημερινή κουβέντα, στα αυτιά του ιδιοφυούς μαθηματικού και του εξ ίσου χαρισματικού φυσικού μπορεί να πάρει διαστάσεις επικίνδυνου υπονοούμενου ή και απειλής. Χωρίς να εμπλέκονται οι υπερβολικά πολλοί χαρακτήρες ή τα αναρίθμητα flashback, που θα έκαναν το βιβλίο δυσανάγνωστο, ο Higashino απαιτεί την αδιάκοπη συνέργεια του αναγνώστη, σε όρους προσοχής και συγκέντρωσης. Σε σημείο που θα πρότεινα στον αναγνώστη και μία δεύτερη ανάγνωση, προκειμένου να εισπράξει το όλο του αρώματος αυτού του βιβλίου.


Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” λοιπόν και μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον-ορισμό του απρόσωπου, μόλις έξω από το Τόκιο. Λαϊκό προάστιο, μικροαστικές πολυκατοικίες, ένας ετοιμόρροπος οικισμός αστέγων πλάι στο ποτάμι, ένα σχολείο μαθητών υπό αίρεση, η γέφυρα που οδηγεί από το σπίτι του Ισιγκάμι-ήρωά μας στο σχολείο (είναι ο καθηγητής των μαθηματικών) και στο Μπέντεν-τέι, το συνοικιακό take-away, όπου εργάζεται η Γιασούκο Χαναόκα-ηρωίδα μας, παλιά συνοδός σε κλαμπ ανδρών, στο Τόκιο.

Εποχή: Θα μπορούσε να είναι σήμερα.

Φωτογραφικά: Θα ταίριαζε το ασπρόμαυρο.



Περίεργος τύπος, αυτός ο Ισιγκάμι. Ασφαλώς και πρόκειται για μαθηματική ιδιοφυΐα. Πριν τριάντα τόσα χρόνια, οι συμφοιτητές του στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, τον αποκαλούσαν ο “Βούδας”, αυτόν για τον οποίο οι καθηγητές του έλεγαν ότι “…είναι ο τύπος του φοιτητή που εμφανίζεται μία φορά κάθε πενήντα ή εκατό χρόνια” (σελ. 85).

Ο Ισιγκάμι κινείται στα σκέλη του τριγώνου λύκειο/Μπεντέν-τέι/δωμάτιό του. Κυρίως στο τρίτο σκέλος. Όπου αναπνέει ανάμεσα σε στοίβες μαθηματικών συγγραμμάτων και προσωπικών του σημειώσεων, σχετικών με προβλήματα που θα ευχόταν να ζήσει εκατό χρόνια, για να προλάβει να τα λύσει.

Έως ότου εισβάλουν στη ζωή του η Γιασούκο και η κόρη της, Μισάτο, νεόφερτοι και όμοροι γείτονες στο φτωχικό του. Σωτήρια εισβολή. Ο Ισιγκάμι τους οφείλει τη ζωή του, αφού εμφανίστηκαν τη στιγμή που       -θανάσιμα απογοητευμένος από το συμπέρασμα ότι “…η ζωή του είχε χάσει το νόημά της, αφού δεν μπορούσε να προχωρήσει σε αυτό το (μαθηματικό) μονοπάτι” (σελ. 332)- ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει.

Και “Πόσο όμορφα είναι τα μάτια τους (σελ. 333). Άρκεσε…

Η γλυκιά Γιασούκο. Και ΤΟ πρόβλημα: Σιντζί Τογκάσι. Τέως σύζυγος και από ιδρύσεως ρεμάλι. Αν επιδεικνύει μία συνέπεια σε κάτι, αυτό είναι η συστηματική χρηματική αφαίμαξη της Γιασούκο. Θα παρουσιάζεται στον εκάστοτε επαγγελματικό της χώρο και στις αλλεπάλληλες καινούριες διευθύνσεις της, ενοχλώντας την και απειλώντας την κλιμάκωση προς τη Μισάτο. Δεν πάει άλλο. Όταν ο Τογκάσι ανακαλύψει τη νέα διεύθυνση των γυναικών, για τη νιοστή επανάληψη του εκβιασμού του, η Μισάτο, πρώτη, θα επιτεθεί. Για να ακολουθήσει η Γιασούκο, με “το ηλεκτρικό καλώδιο που ξεπρόβαλλε σαν φίδι κάτω από το κοτάτσου [5]…” (σελ. 27). Και ο στραγγαλισμός.

Η μητέρα και η κόρη, δολοφόνοι. Και ο πανικός.

«Άκουσα φασαρία. Συνέβη κάτι;». Ο όμορος γείτονας Ισιγκάμι έτοιμος να υποχρεώσει. Ασυνάρτητες εξηγήσεις. «Κατάλαβα. Τέλος πάντων, αν χρειασθείτε τη βοήθειά μου, είμαι στη διάθεσή σας.» (σελ. 31).

Θα τη χρειαστούν.

 “«Πρέπει να τις προστατέψω», σκέφτηκε ο Ισιγκάμι. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεθεί στη ζωή του πιο κοντά σε μια τόσο όμορφη γυναίκα” (σελ. 45). Απέναντι σε μία Γιασούκο, τρελή από την αγωνία, ο Ισιγκάμι θα επικαλεσθεί το απόλυτο credoτου: “«Η λογική θα μας βοηθήσει να τα ξεπεράσουμε όλα.»” (σελ. 48). Και το κουβάρι της ιστορίας θα αρχίσει να ξετυλίγεται, εδώ.

 «Αν αυτό το αποκαλείς “λογική”, θα χαρώ ιδιαίτερα να αναλύσω κάποια στιγμή την εγκεφαλική σου λειτουργία.» (σελ. 49). Είναι η κάρτα εισαγωγής στην υπόθεση του Μαναμπού Γιουκάβα, με την ευκαιρία μιας παρτίδας σκάκι με τον φίλο του αστυνόμο Κουσανάγκι.



Προσοχή, εδώ: Ο Higashino ορίζει τη λογική, ως τον κοινό παρονομαστή Ισιγκάμι/Γιουκάβα.

Και ένα ανώνυμο πτώμα, που θα βρεθεί πλάι στο ποτάμι. Καμένα δάχτυλα και θρυμματισμένο κρανίο. Που σημαίνει αδυναμία λήψης αποτυπωμάτων ή διασταύρωσης με οδοντικά αρχεία. Κάποια μισοκαμένα ρούχα σε ένα βαρέλι, λίγο πιο πέρα. Και ένα κλεμμένο ποδήλατο, εγκαταλειμμένο. Ο Higashino δεν βραδυπορεί σε σχοινοτενείς συλλογισμούς και η αστυνομία δεν θα καθυστερήσει να βρει την άκρη. Μεταξύ αυτών που θα σπεύσουν να συνδράμουν, ένας  ιδιοκτήτης ενοικιαζόμενων δωματίων. Κάποιος ένοικός του έχει εξαφανιστεί. Άμεση ταυτοποίηση τριχών του πτώματος και αυτών στο δωμάτιο του εξαφανισθέντος. Το ίδιο και με τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στο ποδήλατο και στο δωμάτιο του εξαφανισθέντος. Που ακούει, που άκουγε μάλλον, στο όνομα Σιντζί Τογκάσι

Που κάποτε ήταν παντρεμένος. Το όνομα της συζύγου: Γιασούκο Χαναόκα.

Η επίσκεψη του αστυνόμου Κουσανάγκι και η πρώτη επαφή της Δίωξης με το άλλοθι της Γιασούκο:  Σινεμά/δείπνο/καραόκε, για τις Γιασούκο/Μισάτο, το απόγευμα/βράδυ της 10ης Μαρτίου, ημέρας που είχε εξαφανιστεί ο Τογκάσι και που βρέθηκε το πτώμα στο ποτάμι.

Και η πρώτη επαφή του Κουσανάγκι με τον γείτονα, Ισιγκάμι. Ο απόλυτος τοίχος. Γιασούκο και Ισιγκάμι επαναλαμβάνονται: Μένουν δίπλα “«…άρα συναντιόμαστε κατά καιρούς και λέμε ένα γεια» (σελ. 70).Αδιέξοδο στην έρευνα.

Η πληροφορία ότι, πέντε ημέρες πριν τη δολοφονία, ο Τογκάσι πέρασε από το κλαμπ όπου παλιότερα εργαζόταν η Γιασούκο. Το πράγμα μπλέκει και ο αστυνόμος προστρέχει στον “Ντετέκτιβ Γαλιλαίο”-Γιουκάβα. Δεν είναι η πρώτη φορά…

Ένα σημείο που θα τους ταλανίζει εξ αρχής είναι η ιστορία με το άλλοθι. Το δείπνο και το καραόκε αποδεικνύονται. Το σινεμά; Η Γιασούκο είχε επιδείξει τα εισιτήριά τους, στον Κουσαγκάμι. Κατά Γιουκάβα, «…Αν υποθέσουμε ότι τα εισιτήρια όντως αγοράστηκαν για άλλοθι, θα έλεγα ότι το να τα βάλει στο πρόγραμμα περιμένοντας πως θα πας να της τα ζητήσεις την καθιστά τρομακτικό αντίπαλο» (σελ. 83). Απολύτως σωστή, η διαπίστωση. Ακόμα περισσότερο, αν ο Γιουκάβα μπορούσε να εννοήσει τον Ισιγκάμι. Που επικοινωνεί τηλεφωνικά και από δημόσιο θάλαμο, σχεδόν καθημερινά, με τη Γιασούκο, μετακινώντας, κάθε φορά, μαεστρικά,  τον πύργο του…

Η αναφορά του Κουσαγκάμι στον γείτονα των γυναικών. Ο Γιουκάβα “…θα ανοίξει διάπλατα τα μάτια πίσω από τα γυαλιά του. «Ο Ισιγκάμι, ο Βούδας!»”(σελ. 84). Τι το φυσικότερο από το να θελήσει να ξανασυναντήσει τη μαθηματική διάνοια και φίλο του από το Πανεπιστήμιο, μία εικοσιπενταετία πριν.

Η συνάντηση στο διαμέρισμα του Ισιγκάμι και η κατά Higashinoεκδοχή του πλέγματος “νοσταλγία/φιλία”. Και μία ευκαιρία για την απόδειξη ότι ο “Βούδας” συντηρείται σε εξαιρετική φόρμα, παρά την εγκατάλειψη των σχεδίων για ακαδημαϊκή καριέρα. Το πρόβλημα που θα εισηγηθεί ο Γιουκάβα: “Αν είναι εξίσου εύκολο να ελέγξεις την ακρίβεια των αποτελεσμάτων κάποιου άλλου με το να λύσεις μόνος σου ένα πρόβλημα –ή, αλλιώς, πώς θα μπορέσεις να διακρίνεις τη διαφορά δυσκολίας μεταξύ των δύο” (σελ. 104). Πρόβλημα κρίσιμο, για τη συνέχεια της ιστορίας μας.

Όπως κρίσιμος και ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης του στόχου, από τους δύο φίλους: “Ο Ισιγκάμι οικοδομούσε τα θεωρήματά του στα άκαμπτα θεμέλια των μαθηματικών τύπων, ενώ ο Γιουκάβα ξεκινούσε τα πάντα από την πρακτική παρατήρηση. Όταν συναντούσε κάποιο μυστήριο, προσπαθούσε να το αναλύσει. Ο Ισιγκάμι χρησιμοποιούσε προσομοιώσεις, ενώ ο Γιουκάβα προτιμούσε μια καθαρά πειραματική προσέγγιση” (σελ. 98).



Και είναι φυσικό ο Γιουκάβα να αναφερθεί στον Ισιγκάμι για τις έρευνες του Κουσανάγκι, τις σχετικές με τη γείτονα Γιασούκο.

Ο Ισιγκάμι θα επαναλάβει τα περί πρακτικά ανύπαρκτης επαφής μεταξύ τους. Ο Γιουκάβα θα αποχωρήσει, χωρίς ίχνος καχυποψίας για τον φίλο του.

Ενώ και η Γιασούκο θα επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τον Ισιγκάμι: “Παρατήρησε τη κοντόχοντρη φιγούρα να βγαίνει στον δρόμο, απορώντας που ένας τόσο μοναχικός άνθρωπος είχε φίλους” (σελ. 112).

Ο μύθος μοιάζει να μπλοκάρει, εδώ. Για να εμφανιστεί το νέο πρόσωπο, ο “κύριος Κούντο [6].

Πελάτης στα μπαρ όπου εργαζόταν η Γιασούκο. Αλλά και θαυμαστής της. Μάλλον, και ερωτευμένος μαζί της. Μάλλον, και ασφαλώς ερωτευμένος μαζί της. Θα την συμβουλεύει, θα της στέκεται, “«Να εργάζεσαι σκληρά και να ’σαι ευτυχισμένη»” (σελ. 116), της έλεγε. “Και όταν ο Τογκάσι άρχισε να γίνεται πιο βίαιος, ο Κούντο ήταν ο πρώτος που το αντιλήφθηκε…«Πρέπει να βάλεις δικηγόρο. Εγώ θα πληρώσω» της είπε μια φορά” (σελ. 119).

Όμως, ο Ισιγκάμι επαγρυπνεί. Ο δισταγμός και το δίλημμα της Γιασούκο: Γνωρίζει ότι ο Ισιγκάμι είναι τσιμπημένος μαζί της. Και του οφείλει πολλά. “Τι θα συνέβαινε αν δημιουργούσε σχέση με κάποιον άλλον; Άραγε ο Ισιγκάμι θα συνέχιζε να την βοηθά;… Πόσο θα διαρκούσε όλο αυτό;… Έπρεπε  να περιμένει μέχρι την παραγραφή της δολοφονίας του Τογκάσι για να δημιουργήσει σχέση με άλλον άντρα;” (σελ. 124). 
        
Η επόμενη ενότητα (σελ. 125-148) είναι από τις πιο σημαντικές.

Κουσανάγκι και Γιουκάβα ανταλλάσσουν εικασίες, σχετικές με το άλλοθι της Γιασούκο. Όχι χωρίς λόγο. Εντάξει με το δείπνο και το καραόκε, που αποδεικνύονται. Αλλά το σινεμά; Τα εισιτήρια αποδεικνύουν τη θέαση; Κι αν, αφού εξασφάλισαν τα αποκόμματα της 10ης Μαρτίου, ημέρα του φόνου, είδαν το έργο την επομένη (ημέρα που η Μισάτο επέλεξε να διηγηθεί το φιλμ, σε συμμαθήτριά της;).

Η κρατούσα θεωρία, κατά Κουσανάγκι, ήταν ότι η “κυρία Α”, έχοντας δώσει με το θύμα ραντεβού στον τόπο του εγκλήματος, στραγγαλίζει τον Τογκάσι, που μόλις έχει φθάσει στο σημείο με το κλεμμένο ποδήλατο. Θεωρία για την οποία ο Γιουκάβα ενίσταται, υποστηρίζοντας το αδύνατο του εγχειρήματος από μία γυναίκα του σωματότυπου της Γιασούκο, στην οποία ο Κουσανάγκι προφανώς αναφέρεται. Το εναλλακτικό σενάριο, αυτό του φόνου σε άλλο σημείο και της μεταφοράς του θύματος στον χώρο όπου βρέθηκε, ήταν επίσης ανακόλουθο. Η Γιασούκο δεν οδηγεί. Και αν υπήρξε άνδρας συνεργός; (σκέψη του Γιουκάβα). Κατά Κουσανάγκι είναι το επικρατούν σενάριο, για τους άντρες του Τμήματος, «… αυτή τη στιγμή εξετάζουμε όσους σχετίζονται μαζί της…» (σελ. 135).

Όταν, μετά τη συζήτηση με τον Κουσανάγκι, ο Γιουκάβα συναντά τον Ισιγκάμι, ο φυσικός θα του ζητήσει να πάνε στο Μπέντεν-τέι. Όχι κάτι το ευχάριστο για τον Ισιγκάμι. Πολύ περισσότερο όταν στο μαγαζί μπαίνει και ο Κούντο, με τον οποίο ο Ισιγκάμι είχε ξαναδεί τη Γιασούκο. Οπότε και η ανάλογη αντίδραση. Που δεν θα διαφύγει του Γιουκάβα. Για τους αστυνομικούς που παρακολουθούν το Μπέντεν-τέι και τον Κούντο, το λίγο διαφορετικότερο ερώτημα είναι “…οι δύο αναπάντεχοι επισκέπτες του Μπέντεν-τέι, ο Μαναμπού Γιουκάβα και ο μαθηματικός που έμενε δίπλα στη Γιασούκο Χαραόκα” (σελ. 166).



Ο Κούντο δεν θα διαφύγει της “ανάκρισης”. Εντυπωσιακή η προσέγγιση της αστυνομίας, σε όρους επικοινωνίας· στις επαφές της με τον Ισιγκάμι, τη Χαραόκα και τον Κούντο, ο Κουσανάγκι και ο υπαστυνόμος του Κισιτάνι επιδίδονται σε ένα ρεσιτάλ καλών τρόπων (να στοιχηματίσει κανείς ότι δεν είναι ακριβώς το ίδιο, με τους εκπρόσωπους της Γιακούζα;). Ο Κουσανάγκι θα συμπεράνει ότι Κούντο είναι ερωτευμένος με τη Γιασούκο. Όσον αφορά τον Ισιγκάμι, η συζήτηση με τον Κουσανάγκι θα τον μπερδέψει. Ποιος παρακολουθεί ποιον; Πώς λειτουργεί ο Γιουκάβα; Ποια η σχέση Γιουκάβα/ Κουσανάγκι; “Τον πλημμύρισε  μια αίσθηση ναυτίας, λες κι ένας περίπλοκος μαθηματικός τύπος, που τον θεωρούσε τέλειο, είχε αρχίσει να οδηγεί σε λανθασμένα αποτελέσματα εξαιτίας κάποιας απρόβλεπτης μεταβλητής” (σελ. 182).

Αλλά, ο Κούντο δεν θα διαφύγει και του Ισιγκάμι. Που θα τον παρακολουθήσει, μέχρι το ξενοδοχείο όπου ο πρώτος θα συναντούσε τη Γιασούκο. Θα τον φωτογραφίσει. Σκεπτόμενος και το κείμενο του σημειώματος που θα έστελνε στη Γιασούκο, με τις φωτογραφίες. “… Δεν μπορώ παρά να ρωτήσω· τι σου είναι αυτός ο άντρας; Αν έχετε σχέση, μιλάμε για σοβαρή προδοσία. Δεν καταλαβαίνεις τι έχω κάνει για χάρη σου; … Οφείλεις να σταματήσεις άμεσα να τον βλέπεις…. Μου είναι πολύ απλό να φροντίσω ώστε ο άντρας αυτός να έχει μοίρα ανάλογη με του Τογκάσι… ”(σελ. 196).

Προσοχή, εδώ.

Μην πέσετε στην παγίδα του Higashino.

Πρόκειται για κείμενο που σκέπτεται ένας Ισιγκάμι σε πρώτο παραληρηματικό στάδιο; Ή πρόκειται για διατύπωση που ο μαθηματικός σκέπτεται ότι θα εξυπηρετήσει το πλάνο του;
Μη βιαστείτε να απαντήσετε…

Μια έντονη συζήτηση-διένεξη Κουσανάγκι-Γιουκάβα. Τελικά, ο φυσικός διενεργεί τη δική του έρευνα; Και ο αστυνομικός συζητά με τον Ισιγκάμι, ερήμην του φυσικού; Θα ομονοήσουν, προς στιγμή, συζητώντας για το ποδήλατο. Ο Γιουκάβα εισηγείται μία νέα παράμετρο. Το ποδήλατο ήταν καινούριο, ώστε να είναι αυξημένες οι πιθανότητες να καταγγελθεί η κλοπή του, από τον ιδιοκτήτη του. Όπως και συνέβη. Γιατί, όμως; Μήπως γιατί η καταγγελία εξυπηρετούσε τον δολοφόνο, οδηγώντας την έρευνα σε λάθος κατεύθυνση;  Και υπήρχε νόημα να κάψουν τα δάχτυλα του πτώματος, από τη στιγμή που άφησαν τα αποτυπώματά του στο παρακείμενο ποδήλατο, αποτυπώματα που οδήγησαν στην ταυτοποίηση του θύματος;  Όμως: «Θα σας εμπόδιζε να καταλήξετε στην ταυτότητα του θύματος, αν δεν υπήρχαν τα αποτυπώματα στο ποδήλατο;», θα αναρωτηθεί ο Γιουκάβα. Όχι, βέβαια, αφού η ταυτοποίηση έγινε και μέσω της ανάλυσης του DNA (οι τρίχες το θύματος και στο δωμάτιο του εξαφανισθέντος Τογκάσι). Άρα, μπέρδεμα.

Ο Κουσανάγκι υποψιάζεται, πλέον, τον Ισιγκάμι. Ένσταση Γιουκάβα: «… ο φόνος δεν είναι ο λογικότερος τρόπος να γλιτώσεις από μία δύσκολη κατάσταση… Ο Ισιγκάμι θα φρόντιζε να μην εμπλακεί ποτέ σε κάτι τόσο ξεκάθαρα αντιπαραγωγικό. Φυσικά ισχύει και το αντίθετο. Δηλαδή, θεωρώ ότι είναι ικανός να προβεί σε μια αποτρόπαιη πράξη, υπό την προϋπόθεση να αποτελεί τη λογικότερη ενέργεια». Το στοιχείο “λογική” πάντα παρόν…  Για να συνεχίσει, ο Γιουκάβα: «Αν εμπλέκεται, πιστεύω ότι δεν βοήθησε στη δολοφονία καθεαυτή. Με άλλα λόγια όταν πια αντιλήφθηκε ο Ισιγκάμι τη κατάσταση, ο Τογκάσι ήταν ήδη νεκρός. Τι επιλογές είχε; Αν υπήρχε περίπτωση να αποκρύψει το συμβάν, θα το επιχειρούσε. Στην αντίθετη περίπτωση θα έκανε τα πάντα για να δυσχεράνει τις έρευνες. Θα έδινε λεπτομερείς οδηγίες στη Γιασούκο Χαναόκα και την κόρη της, λέγοντάς τους τι να πουν στις ερωτήσεις των αστυνομικών και ποια αποδεικτικά στοιχεία να παρουσιάσουν ανά περίπτωση. Με άλλα λόγια, ένα σχέδιο που έπρεπε να το ακολουθήσουν πιστά» (σελ. 226).
Κοντά, Γιουκάβα, πέφτεις κοντά! Όχι, πολύ κοντά, αλλά κοντά!

Καθώς τα έλεγε αυτά στον Κουσανάγκι, ή έκφραση του Γιουκάβα φανέρωνε απίστευτη οδύνη –και, όπως είχε σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ο αστυνομικός, μια κάποια μοναξιά. Ίσως ο φυσικός φοβόταν μήπως έχανε έναν παλιό φίλο μόλις τον είχε ξαναβρεί μετά από τόσα χρόνια” (σελ. 227).

Ο Κουσανάγκι θα συνεχίσει να πιέζει, πάντα με το γάντι, τον Ισιγκάμι, εστιάζοντας στο πρόγραμμα του καθηγητή τη 10η Μαρτίου, ημέρα του φόνου. Δεν θα προχωρήσει ένα βήμα, στην έρευνά του. Μέχρι…

Μέχρι που ο καθηγητής θα αναφερθεί στα “τυφλά σημεία”. «... Απλώς εκμεταλλεύομαι τα τυφλά σημεία που προκύπτουν όταν οι μαθητές θεωρούν κάποια πράγματα δεδομένα. Συνήθως έτσι κάνουν». «Τυφλά σημεία;», θα ρωτήσει ο Κουσανάγκι. «Για παράδειγμα, τους δίνω μια άσκηση που μοιάζει με γεωμετρικό πρόβλημα αλλά είναι αλγεβρικό» (σελ. 238). Συζήτηση που ο Κουσανάγκι θα μεταφέρει στον Γιουκάβα.

«Τυφλά σημεία, ε; Χαρακτηριστικός Ισιγκάμι.» Ο Γιουκάβα χαμογέλασε πλατειά. Την αμέσως επόμενη στιγμή όμως, η έκφραση του φυσικού άλλαξε. Σηκώθηκε απότομα και πιάνοντας το κεφάλι και με τα δυο του χέρια πήγε ως το παράθυρο. Κοίταξε προς τα πάνω τον ουρανό” (σελ. 249).

Η διαίσθηση του φυσικού; Ή κάτι περισσότερο;…

Η συζήτηση Ισιγκάμι-Γιουκάβα που θα ακολουθήσει θα είναι καθοριστική, για τη συνέχεια της ιστορίας. Στον υποθετικό του λόγο, ο φυσικός θα είναι σαφέστατος: «… Θέλοντας και μη, είμαστε παγιδευμένοι στα γρανάζια της κοινωνίας… Ή μάλλον εμείς είμαστε τα γρανάζια… Ο κόσμος χρειάζεται τα γρανάζια, όλα τους· είναι χρήσιμα μέχρι το τελευταίο. Στην πραγματικότητα, κάθε γρανάζι καθορίζει τον ρόλο του στο σύστημα… Για να λυθεί η υπόθεση, δεν πρέπει να σκεφτόμαστε ότι το πρόβλημα είναι το άλλοθι της ύποπτης. Το πρόβλημα είναι άλλο. Μια διαφορά μεγαλύτερη από εκείνη μεταξύ γεωμετρίας και άλγεβρας… θα μιλούσα για καμουφλάζ. Για να μην πω παραπλάνηση. Οι αστυνομικοί έχουν ξεγελαστεί από το καμουφλάζ των κακοποιών. Όσα θεωρούν ως στοιχεία, στην πραγματικότητα δεν είναι… Όταν ένας ερασιτέχνης επιχειρεί να αποκρύψει κάτι, όσο πιο περίπλοκο είναι το καμουφλάζ, τόσο βαθύτερα σκάβει τον λάκκο του. Ο ευφυής δεν κάνει το ίδιο. Ο ευφυής κάνει κάτι απλούστερο, κάτι όμως που ένας συνηθισμένος άνθρωπος δεν θα μπορούσε καν να ονειρευτεί, το τελευταίο που θα περνούσε απ’ το μυαλό ενός συνηθισμένου ανθρώπου...» (σελ. 254-257). Και ο Γιουκάβα θα συνεχίσει. Μεταφέροντας -αν όχι ανακοινώνοντας- στον Ισιγκάμι τις απόψεις του  για το ποδήλατο, για τα μισοκαμένα ρούχα, για το πολτοποιημένο πρόσωπο του θύματος, αλλά και δίνοντας την απάντηση στο παλιότερο ερώτημα που του είχε θέσει ο μαθηματικός: “Τι είναι δυσκολότερο, να δημιουργήσεις ένα άλυτο πρόβλημα ή να το λύσεις;” Και η, κατά Γιουκάβα, απάντηση: «Είναι δυσκολότερο να δημιουργήσεις το πρόβλημα παρά να το λύσεις. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει όποιος επιχειρήσει να το λύσει, είναι να σεβαστεί τον δημιουργό του προβλήματος.» (σελ. 261).Ήταν αρκετό. Για τον Ισιγκάμι ήταν αρκετό. “Τέλειωσε, σκέφτηκε. Ο φυσικός είχε καταλάβει τα πάντα” (σελ.261).

Δύο κινήσεις του Ισιγκάμι.

Η πρώτη: Θα τηλεφωνήσει στη Γιασούκο. Τρεις επιστολές και ένα σημείωμα την περιμένουν στο γραμματοκιβώτιό της. Να φυλάξει τις επιστολές. Να διαβάσει προσεκτικά το σημείωμα, που πρέπει να καταστρέψει αμέσως μετά.

Η δεύτερη: Ο Ισιγκάμι θα ομολογήσει!

Τον φόνο του Τογκάσι.

Έτσι, απλά.

Άρα, η ιστορία κλείνει εδώ;

Όχι, βέβαια…

Και αν η “ομολογία” του Ισιγκάμι, δεν είναι παρά η δεύτερη αμυντική του γραμμή;
Εμπρός σε έναν κατάπληκτο Κουσανάγκι, ο Ισιγκάμι θα αναφερθεί στην ιδιότητά του: σωματοφύλακας της Γιασούκο!

«Έχω αναλάβει να την προστατεύω από τύπους με όχι και τόσο καλές προθέσεις… Η συμφωνία μας ήταν μυστική… Εμφανίστηκε ο Τογκάσι που εγώ δεν γνώριζα και είπε ότι ήταν ο εν διαστάσει σύζυγός της… Μου ζήτησε τη διεύθυνσή της και τον έστειλα σε ένα διαμέρισμα στην όχθη του ποταμιού… Για να τον οδηγήσω σ’ ένα μέρος χωρίς πολύ κόσμο… Του έδωσα και τον αριθμό του κινητού μου και του είπα να μου τηλεφωνήσει αν δεν έβρισκε το διαμέρισμα… Επέστρεψα στο διαμέρισμά μου και άρχισα τις προετοιμασίες… Αφού εξέτασα διάφορες επιλογές, κατέληξα στον στραγγαλισμό… Πήρα ένα ταξί προς το ποτάμι… Ο Τογκάσι μου τηλεφώνησε ότι δεν έβρισκε το διαμέρισμα… Μου είπε πού βρίσκεται ο ίδιος… Τον είδα να κάθεται σ’ ένα κομμάτι γρασίδι δίπλα στο ποτάμι… Δεν με αντιλήφθηκε… Τύλιξα το καλώδιο γύρω από τον λαιμό του… Για να είμαι ειλικρινής, ήταν ευκολότερο απ’ όσο περίμενα… Μπορώ να έχω λίγο τσάι ακόμα;… Πρώτα, αφαίρεσα τα ρούχα του με το κοπίδι… Κατόπιν διέλυσα το πρόσωπό του… Στη συνέχεια έκαψα τα αποτυπώματά του με τον αναπτήρα… Βρήκα ένα σιδερένιο βαρέλι, έχωσα μέσα τα ρούχα του και τα έκαψα.» (σελ. 269-276).



«Είπατε στη Γιασούκο Χαναόκα ότι τον σκοτώσατε;» θα ρωτήσει ο εμβρόντητος Κουσανάγκι.

«Για ποιον λόγο; Οι γυναίκες είναι φριχτές στο να κρατάνε μυστικά… Επικοινωνούσα όμως κρυφά με την κυρία Χαναόκα… Μέσω ενός ενισχυτή ήχου στη μεσοτοιχία… Δεν κρυφάκουγα. Μου μιλούσε… Όλες οι πληροφορίες δίνονταν για λογαριασμό μου. Ζητούσε από μένα να κάνω κάτι...» (σελ. 278).

Η Γιασούκο, κατά δήλωσή της, δεν γνώριζε ότι ο Ισιγκάμι σκότωσε τον Τογκάσι. Θα αρνηθεί την όποια σχέση με τον μαθηματικό. Ο Ισιγκάμι απαξιώνεται σε παρανοϊκό. Και, ασφαλώς, η Γιασούκο θα εμφανίσει τις τρεις ανώνυμες επιστολές που “βρήκε” στο γραμματοκιβώτιό της. Όλες απειλητικές, στο πνεύμα των πρότερων σκέψεων του Ισιγκάμι (βλ. πιο πάνω). Κείμενα που θα διασταυρωθούν με το σχέδιο ανέκδοτου κειμένου στον υπολογιστή του Ισιγκάμι… Ο Ισιγκάμι σκότωσε τον Τογκάσι. Για όλους είναι καθαρό.

 Για όλους, πλην του Γιουκάβα:

«Με το να παραδοθεί και να ομολογήσει, ο Ισιγκάμι σας πρόσφερε μια λύση που, απ’ όπου κι αν την εξετάσετε δεν μπορεί παρά να είναι σωστή… Σας δοκιμάζει…Το μόνο που κάνατε είναι να ακολουθήσετε τα βήματα που οδηγούν στην απόδειξή του…» (σελ. 289). Και θα οδεύσει προς τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου προς άγραν τοπικών εφημερίδων. Τι ψάχνει ο Ντετέκτιβ Γαλιλαίο; Μήπως, κάποια φαινομενικά άσχετη είδηση, αναφορικά με την ανεύρεση ανώνυμου πτώματος στο ποτάμι;..

Για να ακολουθήσει το tête-à-tête Γιουκάβα-Γιασούκο.

Ένας οδηγός-υπόδειγμα ψυχολογικής πίεσης.

Στην αρχή της κουβέντας και απέναντι σε μία Γιασούκο που συνεχίζει να αρνείται κατηγορηματικά την όποια γνώση των κινήσεων του Ισιγκάμι, ο Γιουκάβα θα επιδράμει με ένα εκκωφαντικό: «Είναι πραγματικά λυπηρό που ο Ισιγκάμι αποφάσισε να παραδοθεί… Η σκέψη ότι ένας άνθρωπος με τέτοιο ταλέντο θα λιώνει σ’ ένα κελί φυλακής με κάνει, ως επιστήμονα, να αισθάνομαι πραγματικά στενοχωρημένος». Για να συνεχίσει:«Κι όμως, λέειψέματα… Μόνον έναν λόγο μπορώ να σκεφτώ. Δεν λέει ψέματα από μόνος του, αλλά για χάρη κάποιου άλλου, για να κρύψει την αλήθεια… Το άλλοθί σας ισχύει… Δεν σας φαίνεται περίεργο ότι δεν χρειάστηκε να πείτε ψέματα;… Βλέπετε , ο Ισιγκάμι φρόντισε ώστε να μπορείτε να πείτε μόνο την αλήθεια… Δεν αμφιβάλλω ότι ακόμα και τώρα δεν γνωρίζετε τα περισσότερα απ’ όσα έκανε… Ξέρετε, έχει κάνει μια τρομερή θυσία προκειμένου να σας προστατέψει. Μια θυσία τόσο μεγάλη που, συνηθισμένοι άνθρωποι όπως εσείς κι εγώ, δεν θα την φανταζόμαστε καν… Μου είναι οδυνηρό που σας τα λέω όλ’ αυτά… Είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσε πάση θυσία να μη μάθετε ποτέ την αλήθεια. Όχι για χάρη του, αλλά για δική σας… Ακόμη κι αν είναι ενάντια στην επιθυμία του, δεν αντέχω να μην μάθετε την αλήθεια… Σκότωσε έναν άντρα –εκείνον που βρέθηκε δίπλα στον Παλιό Εντογκάβα… Ναι. Προκειμένου να σας προστατέψει, ο Ισιγκάμι διέπραξε έναν φόνο –στις δέκα Μαρτίου. Μία ημέρα μετά τη δολοφονία του Σιντζί Τογκάσι» [7](σελ. 308-312).

Και η Γιασούκο; “Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει εντελώς” (σελ. 312), διαπίστωση του Κουσανάγκι που παρακολουθούσε τη συνάντηση από μακριά.

Κατά Γιουκάβα, ο Ισιγκάμι θα σκότωνε κάποιον άλλον και θα φρόντιζε ώστε το πτώμα του να παραπέμπει στον Τογκάσι. «… Είναι ικανός για οτιδήποτε αρκεί να είναι λογικό… Το επόμενο πρωινό που η Γιασούκο Χαναόκα σκότωσε τον Σιντζί Τογκάσι, ο Ισιγκάμι ήρθε σε επαφή με έναν άστεγο...»(σελ. 319). Τον οποίο και θα παρασύρει στο δωμάτιο του Τογκάσι, αφού πρώτα εξαφανίσει κάθε αποτύπωμα του Τογκάσι (κάποιο  άρωμα Highsmith, εδώ, με τον ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϋ, στο διαμέρισμα του Ρίτσαρντ Γκρίνλιφ, στη Ρώμη;), έτσι ώστε το μόνο γενετικό υλικό στο δωμάτιο να παραμένει αυτό του άστεγου (οριακά δυνατό, αλλά όχι ανέφικτο). Μικρό ερωτηματικό, εδώ: Ο Higashino βασίζει την ιστορία του στη συναίρεση γενετικού υλικού στον τόπο του εγκλήματος, με αυτό του δωματίου.Προεξοφλώντας, έτσι, ότι ο ιδιοκτήτης των ενοικιαζόμενων θα ανέφερε την εξαφάνιση του πελάτη του, στην αστυνομία… Λίγο αδύναμο.

Πάντα κατά Γιουκάβα, ο Ισιγκάμι με την ίδια λογική των τυφλών σημείων -κάνοντας ένα αλγεβρικό πρόβλημα να μοιάζει με γεωμετρικό- χρησιμοποίησε ένα άλλο πτώμα, για να δημιουργήσει ένα άλλο άλλοθι για τη Γιασούκο. Έχοντας προσφέρει στη Γιασούκο ένα άλλοθι (σινεμά/δείπνο/καραόκε) όχι ακλόνητο ώστε η αστυνομία να αναγκασθεί να στρέψει αλλού τις υποψίες της, με το ενδεχόμενο “…κάποιος ίσως έφτανε στο σημείο να κατεβάσει την περίφημη ιδέα ότι το πτώμα που βρήκαν δεν ήταν του Σιντζί Τογκάσι” (σελ. 317).



Και η Γιασούκο; Θυμόταν το σημείωμα, αυτό που της έστειλε ο Ισιγκάμι, μαζί με τα τρία “γράμματα”, αυτό που της ζητήθηκε να καταστρέψει. Αμέσως μετά τις οδηγίες είχε προσθέσει ένα τελευταίο μήνυμα: “«Πιστεύω ότι ο Κουνιάκι Κούντο είναι έντιμος και έμπιστος. Αν τον παντρευτείτε, σίγουρα ενισχύετε τις πιθανότητες να ευτυχήσετε, εσείς και η Μισάτο. Σας παρακαλώ να με ξεχάσετε. Μη νιώθετε τύψεις. Αν δεν είστε ευτυχισμένη, όσα έκανα θα είναι μάταια»… Πρώτη φορά συναντούσε μια τόσο βαθιά αφοσίωση. Πίστευε ότι δεν υπήρχε. Κι όμως, τη διέθετε ο Ισιγκάμι, κρυμμένη πίσω από την ανέκφραστη μάσκα του προσώπου του –ένα πάθος απολύτως αδιανόητο για τον μέσο άνθρωπο” (σελ. 329).  Κάτω από ένα τσουνάμι τύψεων, μία Γιασούκο σε πλήρη ανισορροπία. Κάτι που θα επιτείνει η απόπειρα αυτοκτονίας της Μισάτο, που μόλις μαθαίνει. Και που θα την οδηγήσει στο ολέθριο σφάλμα.

Θα εμφανιστεί εμπρός στην τριανδρία Γιουκάβα-Κουσανάγκι-υπόδικου Ισιγκάμι. Και, στο έλεος των Eρινύων, θα σταθεί εμπρός στον Ισιγκάμι “…θα σωριαστεί στο πάτωμα κάνοντας μια βαθιά μετάνοια: «Λυπάμαι. Ειλικρινά λυπάμαι. Αυτό που κάνατε για μας… Αυτό που κάνατε για μας… Ξέρω ότι θέλατε να είμαστε ευτυχισμένες, αλλά κάτι τέτοιο είναι… είναι αδύνατο… Οφείλω να πληρώσω κι εγώ για ό,τι έκανα… Φταίω κι εγώ… Θα αναλάβω τις ευθύνες μου μαζί σας κύριε Ισιγκάμι. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για σας… Λυπάμαι. Λυπάμαι. Λυπάμαι τόσο μα τόσο πολύ…» (σελ. 340).

Ολέθριο σφάλμα, κατά Ισιγκάμι. Ευτελίζοντας, έτσι, και επίσημα, τον “παρανοϊκό” ερωτευμένο μαθηματικό, σε απλό δολοφόνο: “Ο Ισιγκάμι πισωπάτησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του σαν να είχε σπασμούς. Τα χαρακτηριστικά του είχαν παραμορφωθεί από την οδύνη… Αμέσως μετά περιστράφηκε γύρω από τον άξονά του πιέζοντας τις γροθιές στους κροτάφους του και ούρλιαξε –ένα μακρόσυρτο, βροντερό ουρλιαχτό που θύμιζε ζώο. Μια κραυγή σύγχυσης και απόγνωσης. Μια κραυγή που ανατρίχιασε όσους την άκουσαν… Ο Γιουκάβα στράφηκε προς τον Ισιγκάμι και ακούμπησε απαλά τα χέρια στους ώμους του μεγαλόσωμου άντρα…   Ο Κουσανάγκι παρατηρούσε τον Ισιγκάμι να ουρλιάζει. Είχε την αίσθηση ότι ο μαθηματικός ούρλιαζε με όλη του την ψυχή” (σελ. 341).

Ο Higashinο δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες με την “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”. Το ύφος είναι επίπεδο, οι περιγραφές εξαιρετικά λιτές, η αλληγορία απούσα (δεν αναφέρομαι στον υποθετικό λόγο των πρωταγωνιστών), η τοπιογραφία πρακτικά ανύπαρκτη, οι διάλογοι κοινότοποι και η κυριολεξία Μετσόβιου τύπου. Επί πλέον, για να επανέλθω στα της “κατηγοριοποίησης” των πρώτων παραγράφων, ένας αγγλόφωνος ευκολότερα θα καταχωρούσε το βιβλίο στα thrillersή στα mysterynovels, παρά στην crimefiction.

Τι απομένει;

Πολλά! Εκτιμώ στον Higashino (με την επιφύλαξη του μικρού δείγματος) ό,τι και στον Simenon.

Χρησιμοποιούν τα λιγότερο δυνατά εργαλεία, για το κάλλιστο αποτέλεσμα. Που είναι η καθαρότητα του μύθου, χωρίς φτιασίδια, ακροβατικά flashback, εξεζητημένα λόγια σχήματα ή, αντίθετα, τη συστηματική καταφυγή στη διεθνή του υβρεολόγιου.

Τι απομένει, λοιπόν, στην “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”;

Αυτό που απομένει είναι το κρίσιμο στοιχείο σε κάθε αστυνομική ιστορία: Το πρακτικά “άτρωτο” του μύθου. Το πρακτικά “άτρωτο” του μύθου, σε όρους δομής, πλοκής, ροής και “ατμόσφαιρας” (όσης κατάχρησης και αν έχει τύχει η αναφορά σε αυτήν). Το “άτρωτο” του μύθου, σε συνδυασμό με χαρακτήρες πρωτότυπους σε σύλληψη και παρουσία, που δεν είναι εκεί για να επιδείξουν την αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία τους, αλλά, απλά, για να υπηρετήσουν αποτελεσματικά τον μύθο.

Και ένα σχόλιο-ομολογία μιας αυθαιρεσίας, πριν κλείσω:

Στο βιβλίο, ο Ισιγκάμι ενεργεί σαν φύλακας άγγελος των δύο γυναικών, αναλαμβάνοντας κινδύνους ανομολόγητους, για τον ίδιο. Για τον αναγνώστη, ο λόγος παραμένει σχετικά αίολος. Πέρα από το “επιφώνημα” της αρχής: “«Πρέπει να τις προστατέψω», σκέφτηκε ο Ισιγκάμι. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεθεί στη ζωή του πιο κοντά σε μια τόσο όμορφη γυναίκα”, τίποτε δεν νομιμοποιεί το είδος και τον βαθμό της παρέμβασης-εμπλοκής του Ισιγκάμι, αμέσως μετά τη δολοφονία του Τογκάσι από τις δύο γυναίκες. Ο αναγνώστης θα παραμένει με το αναπάντητο ερώτημα μέχρις ότου, μόλις εννέα σελίδες πριν το τέλος του βιβλίου, ο Higashino αποκαταστήσει την ισορροπία, με την αναφορά στην απόφαση του Ισιγκάμι να αυτοκτονήσει και τη σωτηρία του από την παρουσία των γυναικών. Έτσι παρουσιασμένο, φλερτάρει με την προσπάθεια του συγγραφέα να καλύψει, την τελευταία στιγμή, ένα κενό ή να εξηγήσει το ανεξήγητο.

Η αυθαιρεσία μου, λοιπόν, συνίσταται στη μεταφορά στην αρχή των Σημειώσεων (βλ. σελ. 4) της αναφοράς στην παρ’ ολίγο αυτοκτονία του Ισιγκάμι και την εξ αυτού ευγνωμοσύνη του προς τη Γιασούκο, ευγνωμοσύνη που εξηγεί -αν δεν  δικαιολογεί- το είδος και τον βαθμό της εμπλοκής του Ισιγκάμι στην υπόθεση.

Απόσπασμα από την “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό των υπόγειων διαδρομών στη διαλεκτική Κουσανάγκι/Γιουκάβα. Όπως και στην έμφαση που ο Higashinoδίνει στο στοιχείο λογική, στοιχείο ακρογωνιαίο στην υπόθεση του “Υπόπτου Χ:

Ο Κουσανάγκι στράφηκε ξανά μπροστά και συνέχισε να προχωρά, με ελαφρώς βλοσυρό ύφος. Ο υπαστυνόμος είχε πάρει το μέρος της Χαναόκα πριν ακόμα χτυπήσουν την πόρτα της την πρώτη φορά. Δεν μπορούσε να περιμένει καμία αντικειμενική γνώμη από πλευράς του.

Στο μυαλό του Κουσανάγκι επέστρεψε η μεσημεριανή του συζήτηση με τον Γιουκάβα. Ο φυσικός είχε πει ότι, στην περίπτωση που εμπλεκόταν ο Ισιγκάμι, ο φόνος κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν προμελετημένος. Υπήρχαν ένα σωρό ατέλειες. Ο Γιουκάβα επέμενε ως προς αυτό.

«Αν είχε σχεδιάσει τον φόνο εκ των προτέρων, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ το σινεμά ως άλλοθι», είχε επισημάνει ο Γιουκάβα. «Θα ’ξερε ότι η ιστορία με την ταινία δεν ήταν πειστική –γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την καχυποψία σου. Ο Ισιγκάμι σίγουρα θα το καταλάβαινε. Και αυτό δημιουργεί ένα άλλο, σοβαρότερο ερώτημα. Για ποιον λόγο ο Ισιγκάμι να βοηθήσει τη Γιασούκα Χαναόκα να δολοφονήσει τον Τογκάσι; Ακόμη κι αν ο Τογκάσι τής έκανε τη ζωή δύσκολη, κι εκείνη κατέφευγε στον γείτονά της για βοήθεια, ο Ισιγκάμι θα σκεφτόταν άλλη λύση στο πρόβλημα. Ο φόνος θα ήταν η τελευταία του επιλογή.»

 «Γιατί, επειδή δεν είναι αρκετά μοχθηρός;»

 Ο Γιουκάβα είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι, με βλέμμα ψυχρό. «Δεν είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Ο φόνος δεν είναι ο λογικότερος τρόπος να γλιτώσεις από μια δύσκολη κατάσταση. Ο Ισιγκάμι θα φρόντιζε να μην εμπλακεί ποτέ σε κάτι τόσο ξεκάθαρα αντιπαραγωγικό. Φυσικά», είχε προσθέσει, «ισχύει και το αντίθετοΔηλαδή, θεωρώ ότι είναι ικανός να προβεί σε μια αποτρόπαιη πράξη υπό την προϋπόθεση να αποτελεί τη λογικότερη ενέργεια.»

 «Και πώς πιστεύεις ότι εμπλέκεται ο Ισιγκάμι;»

 «Αν εμπλέκεται, πιστεύω ότι δεν βοήθησε στη δολοφονία καθεαυτή. Με άλλα λόγια, όταν πια αντιλήφθηκε ο Ισιγκάμι την κατάσταση, ο Τογκάσι ήταν ήδη νεκρός. Τι επιλογές είχε; Αν υπήρχε περίπτωση να αποκρύψει το συμβάν, θα το επιχειρούσε. Στην αντίθετη περίπτωση θα έκανε τα πάντα για να δυσχεράνει τις έρευνες. Θα έδινε λεπτομερείς οδηγίες στη Γιασούκο Χαναόκα και στην κόρη της, λέγοντάς τους τι να πουν στις ερωτήσεις των αστυνομικών και ποια αποδεικτικά στοιχεία να παρουσιάσουν ανά περίπτωση. Με άλλα λόγια, ένα σχέδιο που έπρεπε να τα ακολουθήσουν πιστά.»

 Που σημαίνει, σύμφωνα με τη θεωρία του Γιουκάβα, πως ό,τι τους είχαν πει μέχρι στιγμής η Γιασούκο Χαναόκα και η Μισάτο δεν ήταν η προσωπική τους, ξεκάθαρη κατάθεση, αλλά η εκδοχή που είχε προετοιμάσει ο Ισιγκάμι, ο οποίος βρισκόταν πίσω από όλα αυτά κινώντας διαρκώς τα νήματα.

 «Φυσικά», είχε προσθέσει χαμηλόφωνα ο φυσικός, «όλα αυτά δεν είναι παρά εικασίες –μια θεωρία βασισμένη στην υπόθεση της εμπλοκής του Ισιγκάμι. Η υπόθεση ίσως είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, το ελπίζω. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να μην έχει την παραμικρή ανάμιξη.»

 Καθώς τα έλεγε αυτά στον Κουσανάγκι, η έκφραση του Γιουκάβα φανέρωνε απίστευτη οδύνη –και, όπως είχε σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ο αστυνομικός, μια κάποια μοναξιά. Ίσως ο φυσικός φοβόταν μήπως έχανε έναν παλιό φίλο μόλις τον είχε ξαναβρεί μετά από τόσα χρόνια.

 Όμως ο Γιουκάβα δεν είπε ποτέ στον Κουσανάγκι για ποιον λόγο έφτασε να υποψιάζεται τον Ισιγκάμι. Έδειχνε να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Ισιγκάμι ήταν ερωτευμένος με τη Γιασούκο χωρίς να αναφέρει τα όποια στοιχεία διέθετε για να στηρίξει αυτή τη θεωρία.(σελ. 225-227).

Σημειώσεις

[1] Ο KeigoHigashino (1958-), πολυγραφότατος Ιάπωνας συγγραφέας αστυνομικών και παιδικών βιβλίων, θα εγκαταλείψει την επαγγελματική του ενασχόληση, ως μηχανικός, μετά την επιτυχία του πρώτου του βιβλίου (“Hokago”/“Afterschool”, 1985). “Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” προτάθηκε για το βραβείο EdgarAllanPoe, το 2012 (βλ.http://en.wikipedia.org/wiki/Keigo_Higashino

[2] Γνωρίζουμε ότι ο Ολλανδός RobertvanGulik (1920-1967), διέπρεψε στη συγγραφή κινεζικών αστυνομικών ιστοριών, όπου πρωταγωνιστεί ο δικαστής Τι (πρόσωπο υπαρκτό, με τον ανώτερο βαθμό του Επιτρόπου, στην Κίνα του 7ου αιώνα). Ο vanGulikθα ανατρέψει στα μυθιστορήματά του την παραδοσιακή κινεζική σχολή, μεταφέροντας, επί το “Δυτικότερο”, την αποκάλυψη του ενόχου, στο τέλος.

[3] Για να μην αναφερθούμε στις ακραίες απαιτήσεις, περί την ακρίβεια και τη συνέπεια του μύθου, όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί τις κινήσεις του δράστη από την πρώτη αναφορά της παραβατικής δραστηριότητας, στην αρχή, και καθ’ όλη την εξέλιξη του μύθου.

[4] Ο Higashino είχε εκδώσει, μέχρι το 2012, τρία μυθιστορήματα με τον “Ντετέκτιβ Γαλιλαίο”. “Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” (2005) ήταν το πρώτο της σειράς. Έχει, επίσης, εκδώσει πέντε συλλογές διηγημάτων, με τον ίδιο ήρωα, στο διάστημα 1998-2012.

[5] Kotatsu= Χαμηλό ξύλινο τραπέζι, στον χώρο της υποδοχής, καλυπτόμενο από το futon, είδος χοντρής κουβέρτας, με μία θερμαντική πηγή από κάτω. Συχνά, η πηγή αυτή είναι ενσωματωμένη στο τραπέζι. Η χρήση του Kotatsu απαντά σχεδόν αποκλειστικά, στην Ιαπωνία.

 [6] Μικρή ένσταση, εδώ: Η εμφάνιση του Κούντο, μόλις στο τέλος του πρώτου τρίτου του βιβλίου, μπορεί, άδικα έστω, να κριθεί ως “εμβόλιμη”. Δεδομένης της σπουδαιότητας της παρουσίας του στην υπόθεση, η εμφάνισή του ενωρίτερα στην ιστορία θα συνέβαλλε σε “κομψότητα”.

[7] Το bold, του υπογράφοντος.

Μια ρεσπέντζα και μια παράγκα

$
0
0
του Νίκου Γ. Ξυδάκη

πηγή: https://vlemma.wordpress.com



Ξεκινήσαμε πρωί για τη Χαλκιδική. Ηταν ένα ζεστό υγρό πρωινό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στο αυτοκίνητο πυκνή συζήτηση, σε χαλαρό ρυθμό· μια-δυο διακοπές μόνο για συνομιλίες με ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αν εξαιρούσες αυτές τις εισβολές της συγκυρίας, θα υπέθετες ότι πηγαίναμε για μπάνιο.
Στα Μουδανιά με περίμεναν ο Χρήστος και ο Δημήτρης, μ’ έβαλαν στο δικό τους αυτοκίνητο. Πρώτος σταθμός, Ορμύλια, στη Μονή Ευαγγελισμού. Εκεί μας περίμενε ο Γιώργος Ε., κι όλους μαζί μας υποδέχτηκε ο πατέρας Σεραπίων Σιμωνοπετρίτης. Κέρασμα, συστάσεις, αναμίξεις, ζωηρές συζητήσεις, γνωριμία με τον Σιατίστης Παύλο, τον γενναίο ιεράρχη που τα έβαλε πρώτος με τους νεοναζιστές.
Προς τον Πολύγυρο, με τον μηχανικό Γιώργο. Μου εξηγεί την εξαίσια Χαλκιδική, τα δάση, τοςυ ελαιώνες, το οδικό δίκτυο, τον φυσικό πλούτο και το παραγωγικό δυναμικό· ο Γιώργος και ο Χρήστος είναι το δυναμικό της Ελλάδας, σκέφτομαι ακαριαία.
Ξεπεζεύουμε στη Ρεσπέντζα. Εχω ακούσει ήδη πολλά, από φίλους που εκτιμώ τη γνώμη τους. Είναι καφενείο και μπλογκ ― μοναδικός συνδυασμός, με πολιτική επιρροή σε όλο τον νομό Πρέπει να περάσω οπωσδήποτε. Με υποδέχονται οι οικοδεσπότες, ένας ναυτικός κι ένας δάσκαλος· μου εξηγούν τι εστί ρεσπέντζα στη γλώσσα των θαλασσινών: το πρόχειρο κουζινάκι στο πλοίο, στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι, αξιωματικοί και κατώτερο πλήρωμα. Ενας χώρος ισηγορίας και ισοπολιτείας λοιπόν, μια μικροδημοκρατία βγαλμένη από τον Καββαδία.
Προσφέρουν τσίπουρο και ούζο. Οι φίλοι μου δείχνουν έναν κύριο στην ηλικία μου: Πρέπει να μιλήσεις μαζί του. Ο Αποστόλης Φ. είναι δικηγόρος, ο πιο πετυχημένος του νομού, συντηρητικών απόψεων. Συστήνομαι και αναφέρω τον κοινό μας φίλο Μάριο, την κοινή καταγωγή από την μποεμία του ’78-’80· αμέσως, συντελείται σύντηξις και κοινωνία. Εν τω μεταξύ ο καφετζής σερβίρει αθόρυβα ελιές και φέτα Χαλκιδικής, φρεσκοκομμένη ντοματοσαλάτα, και αναφέρει: «Τηγανίζω δυο ψαράκια». Ακολουθούν πιατέλες με τραγανά μπαρμπούνια. «Πρωινά», σχολιάζει.
Τσίπουρα, ούζα, μπαρμπούνια, ζωγραφική, περιοδικά αντεργκράουντ του τότε, πειράγματα, ουσιώδεις συζητήσεις, κοινωνία και συνύπαρξη αριστερών και δεξιών. Βλέπω να ξεδιπλώνεται μπροστά μου μια άλλη Ελλάδα, βλέπω Ελληνες αντιστεκόμενους στην ισοπέδωση, δρώντες, σκεπτόμενους, συνομιλούντες, με αλληλοσεβασμό, με χιούμορ, με αυτογνωσία, ζυγισμένους μες στην παράδοση και στον σύγχρονο πραγματισμό.
Φεύγω βιαστικά. Τα συναισθηματικά και νοητικά ρευστά της Ρεσπέντζας με αιφνιδιάζουν και με εγκαρδιώνουν. Τα σκέφτομαι μέρες, βδομάδες.
Ενα μήνα αργότερα, στο Ηράκλειο. Αποβραδίς στο πάρκο, ο Αθηναίος Στέλιος με συστήνει σε μια παρέα. Ο Κώστας ο δημοσιογράφος, ο Δημήτρης Ρ., ο πρώην δήμαρχος Χάρης, μεστές κουβέντες, χιούμορ, αμεσότητα, καμία επιτήδευση. Ο Στέλιος μου δίνει οδηγία: αύριο να πας στην Παράγκα μαζί τους, εγώ φεύγω. Στην αρχή φαντάζομαι ότι θα είναι ταβέρνα, ρακάδικο, ένα στέκι.
Την επομένη η Νίκη με παίρνει και με πάει παραλιακά στις Γούβες. Περνάμε μέσα από τον τουρισμό και τα κυριακάτικα μπάνια του λαού. Στο δρόμο μου εξηγεί: μέσα σε ένα κτήμα βιοκαλλιέργειας, που καματεύει ο άντρας της Μηνάς, υπάρχει μια παράγκα, εκεί μαζεύονται φίλοι παλαιοί και νέοι, μαγειρεύουν ό,τι παράγει το μποστάνι κι ό,τι φέρνουν, πίνουν, μιλούν, διηγούνται, στοχάζονται, πειράζονται.
Δύο οι μάγειρες: ο Δημήτρης έχει μαγειρέψει αμπελοφάσουλα και κολοκύθια, ο Μηνάς μοσχάρι Νάξου και κολοκύθια με τον ανθό τους. Φρέσκια μαλακή φέτα Ρεθύμνου, γραβιέρα Αμαρίου, παξιμάδι κρίθινο, ψωμί ζυμωτό, κρασί ημίξηρο και κρασί ξηρό, καρπούζι αλατισμένο και ρακή για επιδόρπιο. Η Ελλάδα είναι μικρή, μια αγκαλιά, έχουμε κοινούς φίλους: τον Ηλία από τις Γούβες, τον Νίκο και τον Μιχάλη από τους Ασίτες (διευκρίνιση: Ανω Ασίτες) ― ο ανθρωπολόγος Γιώργος τους γνωρίζει όλους καταλεπτώς. Βυθίζομαι στη φιλοξενία· μάλλον, στη μύηση, δεν νιώθω διόλου ξένος. Ακούω τον ζωγράφο Δημήτρη, τον ξενοδόχο Δημήτρη, τον Θοδωρή, τον Μανώλη, τον άλλο Μανώλη, μες στην ηρακλειώτικη κάψα, ανθρώπους μορφωμένους, καλλιεργημένους, με στέρεα ελληνικά, να ρουφάνε τη ζωή, να αποδέχονται τις δυσχέρειες σαν ιστορικοί άνθρωποι, φιλοσοφημένα, να αλληλοπειράζονται αδιάκοπα, να διαφωνούν στα πολιτικά, να ανταλλάσσουν γνώμες για τις ελιές, τα δέντρα και τα μποστάνια, εμπειρίες για φόρους και εισφορές, έγνοιες για παιδιά. Εξω από την παράγκα, φασολιές, σκόρδα, κρεμμύδια, δέντρα, πουλιά που κελαηδούν.
Ενα καφενείο, μια παράγκα. Γεμάτα γράμματα, καλλιέργεια, ελευθεροφροσύνη, γενναιοδωρία, αισθήματα, ιστορία, αρχοντιά. Τέτοιοι Ελληνες κουβαλάνε την αποκαρδιωμένη χώρα στους ώμους τους· όσο την κρατάνε αυτοί, δεν κινδυνεύει.
ζωγραφική: Γιώργος Μανουσάκης, «Καρέκλες και τραπεζάκι σε καλαμιές», 1957.
Viewing all 1615 articles
Browse latest View live




Latest Images